Μέρος 2
Στη διεθνή πολιτική σκηνή, η χρήση της «αναγωγής στον Χίτλερ» (reductio ad Hitlerum) ήταν ήδη παρούσα κατά τις δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου. Αναπτύχθηκε σε πολύ μεγάλη κλίμακα από το σοβιετικό κράτος για να προωθήσει την «διεθνιστική» του θέση εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών – των οποίων το παλαιότερο καθεστώς «φυλετικού διαχωρισμού» ή τον πολύμορφο αγώνα μεταξύ των φυλών μετά την κατάργηση του διαχωρισμού θεωρούσε ισοδύναμο με τον ναζισμό – όπως και ενάντια στο νοτιοαφρικανικό απαρτχάϊντ. Και στις δύο περιπτώσεις, ο λευκός ρατσισμός ήταν το στοιχείο το οποίο αποτελούσε τον λογικό σύνδεσμο που υπογραμμιζόταν στη σοβιετική «αναγωγή στον Χίτλερ», σε αντίθεση με τον … ευγενή και ανθρωπιστικό σοσιαλιστικό διεθνισμό των κομμουνιστικών κρατών [βλ. το άρθρο της Μέρεντιθ Ρόμαν, Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Ιστορίας στο Κολλέγιο Brockport του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης: «Ρατσισμός σε μια κοινωνία δίχως φυλή: Ο σοβιετικός Τύπος και οι αναπαραστάσεις της αμερικανικής φυλετικής βίας στο Στάλινγκραντ, το 1930» στο περιοδικό «International Labor and Working-Class History», 71(1), 2007, σελίδες 185–203]. Στη δυτική πλευρά, οι απόψεις ήσαν περισσότερο διχασμένες και διαφοροποιημένες : Οι επίσημες συζητήσεις ήσαν επικριτικές για τη φύση του σοβιετικού καθεστώτος και του «σοσιαλιστικού μπλοκ» του, αλλά δεν το συνέκριναν ανοιχτά με τη ναζιστική Γερμανία ή με τον φασισμό.
Ωστόσο, ορισμένα συντηρητικά τμήματα των δυτικών κοινωνιών ήταν πιο πρόθυμα να χαρακτηρίσουν τη Σοβιετική Ένωση ως «φασιστική» στο όνομα μιας πολιτικοποιημένης ερμηνείας της θεωρίας του «ολοκληρωτισμού» της Χάνα Άρεντ (Johanna “Hannah” Arendt, 1906-1975). Στο αριστούργημα της «Οι καταβολές του Ολοκληρωτισμού» («The Origins of Totalitarianism», 1951) μελετά τις διάφορες προϋποθέσεις που κατέστησαν δυνατά τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του ναζισμού και του σταλινισμού, ακόμα κι αν οι γενοκτονικές πτυχές του δεύτερου καθεστώτος ήσαν λιγότερο εμφανείς και διαδεδομένες από ό,τι στο πρώτο. Αυτή την άποψη της εξίσωσης ναζισμού και κομμουνισμού υπερασπίστηκαν έντονα όλες οι δυτικές αντικομμουνιστικές οργανώσεις, συχνά έχοντας ως επικεφαλής τους, ανθρώπους που κατάγονταν από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, οι οποίοι πίεζαν επίμονα για καταγγελία της σοβιετικής κυριαρχίας ως προϊόν της ναζιστικής-σοβιετικής συμμαχίας του 1939-41.
Η αναφορά στον Μουσολίνι χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα, με αρκετούς Αμερικανούς αξιωματούχους για παράδειγμα να κοροϊδεύουν τον Αιγύπτιο Εθνικιστή Πρόεδρο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ ως «κουσκούς Μουσολίνι» (Ριχάρδος ΜακΑλεξάντερ, πολιτικός επιστήμονας με ειδίκευση στις Διεθνείς Σχέσεις, επί του παρόντος μεταδιδακτορικός συνεργάτης στο Perry World House στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, στο άρθρο του «Κουσκούς Μουσολίνι : Οι αντιλήψεις των ΗΠΑ για τον Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, η επέμβαση του 1958 στον Λίβανο και η προέλευση της ειδικής σχέσης ΗΠΑ – Ισραήλ» («Couscous Mussolini : US perceptions of Gamal Abdel Nasser, the 1958 intervention in Lebanon and the origins of the US – Israeli special relationship»), στο «Ιστορία του Ψυχρού Πολέμου», 11(3), 2011, σελίδες 363–385 ).
Τα τελευταία χρόνια, η «αναγωγή στον Χίτλερ» έχει γίνει ιδιαίτερα ορατή ως εργαλείο που χρησιμοποιείται σε διακρατικές γεωπολιτικές εντάσεις. Τον Απρίλιο του 2017, ο γραμματέας Τύπου του Λευκού Οίκο Σων Σπάϊσερ (Sean Spicer) καταδίκασε τη χρήση χημικών όπλων από τον Σύριο πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ κατά του λαού του, ως κάτι χειρότερο από ό,τι έκανε ο Χίτλερ (συγκλονιστικά …. επιβεβαιώνοντας ότι ο Χίτλερ δεν χρησιμοποίησε χημικά όπλα εναντίον του λαού του), προτού …. ζητήσει ταπεινά συγγνώμη για το σχόλιό του σε μιαν αποκλειστική συνέντευξη στον φιλοσιωνιστή Βολφ Ίζαακ Μπλίτζερ (Wolf Isaac Blitzer) κεντρικό πολιτικό παρουσιαστή του CNN, (όπως ανέλυσαν διεξοδικά ο Ντάνιελ Μερίκα, πολιτικός ανταποκριτής του διαύλου και η Ελίζαμπεθ Λάντερς , η αρμόδια του CNN για θέματα Λευκού Οίκου, στις 12 Απριλίου 2017). Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν κατηγόρησε τον Τραμπ ότι «είναι χειρότερος από τον Χίτλερ» με το σκεπτικό ότι υποτίθεται πως ετοίμαζε ένα πυρηνικό Ολοκαύτωμα (άρθρο του Τομ Ο’ Κόνορ στο Newsweek (18/10/2017) : «Η Βόρεια Κορέα λέει ότι ο Τραμπ είναι χειρότερος από τον Χίτλερ, θα φέρει «Πυρηνικό Ολοκαύτωμα» και «Τοξικό Αέριο» αποχωρώντας από τη συμφωνία του Παρισιού» – «North Korea says Trump is worse than Hitler, will bring “Nuclear Holocaust” and “Toxic Gas” by leaving Paris deal»).
[Ο Τομ Ο’ Κόνορ είναι πολύπειρος και έγκριτος βραβευμένος αναλυτής εξωτερικής πολιτικής στο Newsweek, όπου ειδικεύεται στη Μέση Ανατολή, στη Βόρεια Κορέα, καθώς και άλλους τομείς διεθνών σχέσεων και συγκρούσεων. Έχει γράψει στο παρελθόν για τους International Business Times, την New York Post, την Daily Star (Λίβανος) και την Staten Island Advance.]
Επομένως, προφανέστατα ο κατάλογος των περιπτώσεων στις οποίες έχει αναπτυχθεί η reductio ad Hitlerum στην διεθνή σκηνή είναι ιδιαίτερα μακρύς.
Ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντίμηρ Πούτιν αντιμετωπίζει συνεχή πολύμορφη «δολοφονία χαρακτήρα» (ΔΧ), συμπεριλαμβανομένης και καταιγισμό δημοσιευμάτων «αναγωγής στον Χίτλερ, από ένα ευρύ φάσμα επιτιθέμενων, με επιχειρηματολογία λίαν ευρείας κλίμακας.
[βλ. τα κείμενα του Γκρεγκ Σίμονς, Αναπληρωτή Καθηγητή στο «Ινστιτούτο Ρωσικών και Ευρασιατικών Σπουδών» (IRES) στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, στο Τμήμα Επιστημών της Επικοινωνίας: Κεφάλαιο «Ο ρόλος της προπαγάνδας στη δολοφονία χαρακτήρα των Παγκοσμίων Ηγετών, στις διεθνείς υποθέσεις» («The role of propaganda in the character assassination of World leaders in international affairs», του βιβλίου «Εγχειρίδιο Δολοφονίας Χαρακτήρα και Διαχείρισης Φήμης» («Handbook of Character Assassination and Reputation Management») των εκδόσεων Routledge, Νέα Υόρκη, 2020)
«Όψεις της έκκλησης του Πούτιν στα διεθνή κοινά», στο «Global Affairs», 1(2), 2015, σελίδες 205–208.
«Ο ρόλος των ρωσικών ΜΚΟ στη νέα δημόσια διπλωματία», στο «Journal of Political Marketing», 17(2), 2018, σελίδες 137–160]
Η «Δολοφονία Χαρακτήρα» του μέσω αναφορών στον ναζισμό και τον φασισμό ξεκίνησε ήδη στις 20 Σεπτεμβρίου 2004 (!) , όταν ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, (η «Φαιά Εξοχότης» της αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής) στο άρθρο του στην Wall Street Journal : «Ο Μουσολίνι της Μόσχας-Πώς ο Πούτιν δημιουργεί ένα φασιστικό κράτος», («Moscow’s Mussolini-How Putin Is Creating a Fascist State»), συνέκρινε τον Πούτιν με τον Μπενίτο Μουσολίνι :
«Το φασιστικό καθεστώς προκάλεσε εθνικό μεγαλείο, πειθαρχία και εξύψωσε τους μύθους ενός δήθεν ένδοξου παρελθόντος. Ομοίως, ο Πούτιν προσπαθεί να συνδυάσει τις παραδόσεις της Τσέκα (Γκεστάπο του Λένιν, όπου ξεκίνησε την καριέρα του ο παππούς του) με την ηγεσία του Στάλιν εν καιρώ πολέμου, με τις αξιώσεις της Ρωσικής Ορθοδοξίας για το καθεστώς της Τρίτης Ρώμης, με τα σλαβόφιλα όνειρα για ένα ενιαίο μεγάλο σλαβικό κράτος. Κυβερνώμενο από το Κρεμλίνο».
Ο Μπρεζίνσκι, στο συγκεκριμένο κείμενο, προβαίνει σε μια σπουδαία διαπίστωση : «Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι για τους Ρώσους το Κρεμλίνο δεν είναι απλώς η έδρα της κυβέρνησης. Αποτελεί την επιτομή της συγκεντρωτικής παράδοσης της ρωσικής απολυταρχίας. Είναι μια παράδοση που φοβάται οποιαδήποτε περιφερειακή αυτονομία, οποιαδήποτε γνήσια αποκέντρωση, μια παράδοση που καλλιεργεί τη σοβινιστική παράνοια ότι ο πολιτικός πλουραλισμός σχεδόν αναπόφευκτα θα επισπεύσει τη διάλυση της ίδιας της Ρωσίας. Αυτή η νοοτροπία ταίριαζε καλά στις σταλινικές έννοιες του κεντρικού σχεδιασμού, όπως ταίριαζε καλά στη γραφειοκρατική νοοτροπία της KGB με την ηθική της καχυποψίας και την ιεραρχική πειθαρχία της. Για προϊόντα της KGB, όπως ο κ. Πούτιν, είναι αξίωμα ότι για να είναι η Ρωσία “ισχυρή, παντοδύναμη”, πρέπει να κυβερνάται από την κορυφή προς τα κάτω.»
Το επιχείρημα του Μπρεζίνσκι υιοθετήθηκε σύντομα από τον πρώην διευθυντή της CIA Τζέιμς Γούλσεϊ, ο οποίος παρατήρησε ότι «…η ρωσική διοίκηση υπό τον Πούτιν γενικά συμπεριφέρεται όλο και περισσότερο σαν μια φασιστική κυβέρνηση» (συνέντευξη στο Radio Free Europe/Radio Liberty – RFE/RL, στο «Forum 2000», 10 Οκτωβρίου 2005). Με την κρίση του 2014 στην Ουκρανία, οι αναφορές στον υποτιθέμενο φασιστικό χαρακτήρα του καθεστώτος Πούτιν δεκαπλασιάστηκαν (!) Τον Μάρτιο του 2014, στην κορύφωση της κρίσης που έθεσε τις βάσεις για την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, η πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χίλαρυ Νταϊάν Ρόνταμ Κλίντον συνέκρινε τις ενέργειες του Πούτιν στην Ουκρανία με αυτές του Χίτλερ στην Ευρώπη λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλώνοντας: «Τώρα αν αυτό ακούγεται γνωστό, είναι αυτό που έκανε ο Χίτλερ στη δεκαετία του ’30» [αναφέρεται στην «Washington Post» της 5ης Μαρτίου 2014, από τον Φίλιπ Ράκερ (Philip Rucker), Αμερικανό δημοσιογράφο και συγγραφέα που αυτή τη στιγμή είναι επικεφαλής του Γραφείου του Λευκού Οίκου στην Washington Post, όπου εργάζεται από το 2005 : «Η Χίλαρι Κλίντον λέει ότι οι ενέργειες του Πούτιν είναι όπως “Ό,τι έκανε ο Χίτλερ στη δεκαετία του ’30”»-(«Hillary Clinton says Putin’s actions are like “What Hitler Did Back In the ’30s”»)] .
Ορισμένοι δυτικοί δημοσιογράφοι, πρόθυμοι να τοποθετηθούν στη «σωστή πλευρά» της ιστορίας, (όπως ο δημοσιογράφος Konrad Putzier με έδρα τη Νέα Υόρκη ρεπόρτερ της «Wall Street Journal» για την παγκόσμια οικονομία και τις χρηματοπιστωτικές αγορές, την πολιτική και τα ακίνητα), πρότειναν αφελώς (;) το 2014 τα «….ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης να αρχίσουν να αναφέρονται στον Πούτιν ως φασίστα, όπως αναφέρουν τον πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου Ντέιβιντ Κάμερον ως συντηρητικό. Σε αντίθεση με τη χρήση του όρου από τον Πούτιν, ο όρος εδώ δεν θα ήταν μόνον ονομαστικός. Θα ήταν απλώς μια αναγνώριση των γεγονότων».
Είναι ακριβώς το ίδιο δυτικόφιλο (έως υπερβολής) πνεύμα των … προσγειωμένων και «πολιτικά ορθών» που λίαν προσφάτως οδήγησε τον κ. Μητσοτάκη να δηλώσει ξεκάθαρα και περήφανα για το τρέχον ουκρανορωσικό δρώμενο : «Ήμασταν πάντα στη σωστή πλευρά της ιστορίας και αυτό κάνουμε και τώρα. Είμαστε και εμείς Δύση και προωθούμε τη διεθνή νομιμότητα. Ζούμε με την πληγή της Κύπρου και δεχόμαστε απειλές για τα νησιά μας. Δεν μπορούμε να στεκόμαστε αδιάφορα απέναντι σε αυταρχικούς ηγέτες που θέλουν να ξαναζωγραφίσουν τα σύνορα. Εδώ δεν χωρούν ίσες αποστάσεις».
Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, που θεωρείται επανάληψη της ναζιστικής προσάρτησης της Σουδητίας, η αναλογία μεταξύ Πούτιν και Χίτλερ άρχισε να επισκιάζει την αρχική σύγκριση του Ρώσου Προέδρου με τον Μουσολίνι. Ο Αλεξάντερ Τζων Μότυλ (Alexander John Motyl) είναι Αμερικανός ιστορικός ουκρανικής καταγωγής, πολιτικός επιστήμονας, ποιητής, συγγραφέας, μεταφραστής και ζωγράφος. Είναι κάτοικος της Νέας Υόρκης και Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Rutgers, στο Νιούαρκ του Νιού Τζέρσεϊ, ειδικός στην Ουκρανία, στη Ρωσία και στη Σοβιετική Ένωση. Ο Μότυλ στο άρθρο του «Η Ρωσία του Πούτιν ως φασιστικό πολιτικό σύστημα», («Κομμουνιστικές και Μετακομμουνιστικές Σπουδές», ΧΧΧ, 2016, σελίδες 1–12), ορίζει τον φασισμό της Ρωσίας ως ένα «πλήρως αυταρχικό πολιτικό σύστημα με προσωπικό δικτάτορα και λατρεία του αρχηγού.» Ως εκ τούτου, κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να αποφύγει την χρήση ευφημισμών όπως «αυταρχικός» ή «αφιλελεύθερος» και την ενθάρρυνε να σταματήσει να φοβάται τη χρήση της «φ-λέξης» / «f-word» (χαρακτηρίζοντας τη Ρωσία ως φασιστική) (άρθρο του Μότυλ «Είναι η Ρωσία του Πούτιν φασιστική;», στο «The National Interest», 3 Δεκεμβρίου 2007).
[«The National Interest» (TNI) είναι ένα αμερικανικό διμηνιαίο συντηρητικό περιοδικό διεθνών σχέσεων που επιμελείται ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζέϊκομπ Χάϊλμπρουν και εκδίδεται από το «Κέντρο για το Εθνικό Συμφέρον», μια δεξαμενή σκέψης της δημόσιας πολιτικής, με έδρα την Ουάσιγκτον]
Α. Κωνσταντίνου