Μέρος 1
Η «Δολοφονία Χαρακτήρα» (ΔΧ) είναι μια σκόπιμη και διαρκής προσπάθεια βλάβης της φήμης ή της αξιοπιστίας ενός ατόμου. Ο όρος μπορεί επίσης να εφαρμοστεί επιλεκτικά εκτός από πληττόμενα άτομα σε κοινωνικές ομάδες και ιδρύματα. Οι διενεργητές των δολοφονιών χαρακτήρα χρησιμοποιούν έναν συνδυασμό ανοικτών και κρυφών μεθόδων για να επιτύχουν τους στόχους τους, όπως η πρόκληση ψευδών κατηγοριών, η διασπορά, η εμφύτευση και η καλλιέργεια φημών, καθώς και η χειραγώγηση πληροφοριών.
Η δολοφονία χαρακτήρα διενεργείται μέσω «επιθέσεων χαρακτήρα». Αυτές μπορεί να προσλάβουν πολλές μορφές, όπως προφορικές προσβολές, ομιλίες, φυλλάδια, διαφημιστικά πολιτικών εκστρατειών, κινούμενα σχέδια και μιμίδια στο Διαδίκτυο. Ως αποτέλεσμα των επιθέσεων χαρακτήρα, τα άτομα-στόχοι μπορεί να απορριφθούν από την επαγγελματική τους κοινότητα ή από τα μέλη του κοινωνικού ή πολιτιστικού τους περιβάλλοντος. Για ορισμένα ιστορικά πρόσωπα, αυτή η ζημιά συνεχίζει να διαρκεί επί αιώνες.
Οι επιθέσεις χαρακτήρα είναι εξ ορισμού σκόπιμες: Εξαπολύονται για να βλάψουν τη φήμη ενός ατόμου στα μάτια των άλλων. Εάν η φήμη ενός ατόμου πληγεί κατά λάθος, για παράδειγμα μέσω μιας αλόγιστης παρατήρησης, αυτό δεν αποτελεί επίθεση χαρακτήρα. Δεδομένου ότι οι επιθέσεις χαρακτήρα αφορούν στη φήμη, είναι εξ ορισμού δρώμενα δημόσιας φύσης. Η προσβολή κάποιου ιδιωτικά δεν οδηγεί σε «δολοφονία χαρακτήρα» (ΔΧ).
Κάθε επίθεση χαρακτήρα περιλαμβάνει πάντα πέντε πτυχές ή πυλώνες: τον εισβολέα, τον στόχο, το μέσο ή τα μέσα, το κοινό και το πλαίσιο. Αυτή η τελευταία κατηγορία μπορεί να αναφέρεται στο πολιτικό σύστημα στο οποίο συμβαίνουν οι επιθέσεις, στο πολιτιστικό περιβάλλον, στο επίπεδο της τεχνολογίας ή σε οποιουσδήποτε άλλους παράγοντες που διαμορφώνουν και καθορίζουν τις επιθέσεις χαρακτήρα.
Η ΔΧ μπορεί να περιλαμβάνει υπερβολή, παραπλανητικές «μισές» αλήθειες ή χειραγώγηση γεγονότων ώστε να παρουσιάσει μια αναληθή εικόνα του ατόμου που στοχεύει. Είναι μια μορφή δυσφήμισης, συνεπώς μπορεί να είναι μια μορφή επιχειρήματος «ad hominem» – «ενάντια στο άτομο».
Η φράση «δολοφονία χαρακτήρα» έγινε δημοφιλής γύρω στο 1930. Η έννοια, ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, εισήχθη αρχικά (1950) από τον Τζερόμ Ντουάϊτ Ντέηβις (Jerome Dwight Davis, 1891–1979) στη συλλογή των δοκιμίων του που αποκαλύπτουν τους κινδύνους των συκοφαντικών πολιτικών εκστρατειών, στο βιβλίο «Δολοφονία Χαρακτήρα», (εκδόσεις «Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη», Νέα Υόρκη). [Ο Ντέηβις ήταν Αμερικανός κοινωνιολόγος και ακτιβιστής για την διεθνή ειρήνη και την κοινωνική μεταρρύθμιση, συνδικαλιστής και κοινωνιολόγος, που ίδρυσε (1952) την οργάνωση «Προάγοντας Ανθεκτική Ειρήνη» («Promoting Enduring Peace»), για να αντισταθεί στην ιδεολογία της αδιάκοπης επιθετικότητας και του πυρηνικού τρόμου που χαρακτήριζε τον Ψυχρό Πόλεμο.]
Στην ανασκόπηση του βιβλίου του Ντέηβις («Νομική Επιθεώρηση του Πανεπιστημίου του Σικάγου»/1951), ο Αυστροεβραίος ψυχολόγος, λόγιος και συγγραφέας Μπρούνο Μπετελχάϊμ (1903-1990) γράφει με ωμή ειλικρίνεια και ακριβολογία:
{«Αυτό το βιβλίο είναι μια εύγλωττη δήλωση ενάντια σε όλες τις προκαταλήψεις που δεν αρέσουν στον συγγραφέα – δεν συζητά τις προκαταλήψεις που συναντώνται μεταξύ των μελών ομάδων με τις οποίες σε γενικές γραμμές συμπάσχει. Όπως όλοι οι καλοί άνθρωποι, λυπάται που η σκόπιμη δυσφήμιση του χαρακτήρα χρησιμοποιείται τόσο συχνά εναντίον ατόμων και ομάδων ως πολιτικό όπλο. Αποκαλούνται με τέτοια ονόματα όχι τόσο επειδή τα αντιπαθούν κανείς, όσο επειδή προσπαθεί με αυτόν τον τρόπο να προωθήσει τους δικούς του στόχους ή να εκφοβίσει τους άλλους από το να επιδιώξουν τους στόχους τους. Ο συγγραφέας δείχνει πώς η προκατάληψη και η δίωξη των μειονοτήτων ήταν πάντοτε μαζί μας: Αληθινή αν και ενοχλητική. Στις ΗΠΑ ξεκίνησε με τη δίωξη των Κουάκερων και η θλιβερή ιστορία συνεχίζει να δείχνει ότι ακόμη και οι πιο αξιοσέβαστες μορφές της Δημοκρατίας, από τον Ουάσιγκτον μέχρι τον Λίνκολν και τον Ρούσβελτ, δεν γλίτωσαν την αδικαιολόγητη συκοφαντία των αντιπάλων τους. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στη δήλωση και στην επεξεργασία των συκοφαντιών που χρησιμοποιούν εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν ότι μπορούν να επιτύχουν καλύτερα τους στόχους τους επιτιθέμενοι σε Εβραίους, Νέγρους, εργατικά συνδικάτα και προοδευτικές ομάδες ή γενικότερα προοδευτικά άτομα.
Ο ίδιος ο κ. Ντέηβις έπεσε θύμα δολοφονίας χαρακτήρα, όταν εξετάζονταν για μια σημαντική θέση στην Εθνική Διοίκηση Νέων. Μπορεί λοιπόν να ζητάμε πάρα πολλά από έναν συγγραφέα που έχει υποστεί τέτοιες επιθέσεις για να δώσει μια εξίσου δίκαιη περιγραφή της δολοφονίας χαρακτήρα που χρησιμοποιείται από τις λεγόμενες φιλελεύθερες ομάδες εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων. Σε τελική ανάλυση, η επισήμανση προσώπων ή ομάδων ως «φασιστών» χωρίς να διερευνηθούν αντικειμενικά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της θέσης τους είναι τόσο δολοφονία χαρακτήρα όσο μερικές από τις περιπτώσεις που συζητούνται άφθονα σε αυτό το βιβλίο. Αν είμαστε σοβαροί στην πρόθεσή μας να εξαλείψουμε τη δυσφήμιση στη δημόσια ζωή μας, δεν κάνει να βλέπουμε μόνο «το δοκάρι στα μάτια» των αντιδραστικών ομάδων που διαστρεβλώνουν τις απόψεις τους, θα πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε την επιρροή από του κόκκου στα μάτια των φιλελεύθερων. (Εδώ υπάρχει ευθεία αναφορά στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (7.3) «Υποκριτή! Βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι, και τότε θα δεις καθαρά και θα μπορέσεις να βγάλεις το σκουπιδάκι από το μάτι του αδερφού σου»)
Στις λίγες εισαγωγικές σελίδες του Αμερικανού νομικού και εκπαιδευτικού φιλοσόφου Ρόμπερτ Μέϋναρντ Χάτσινς (Robert Maynard Hutchins, 1899–1977), αναφέρονται περισσότερα για το ζήτημα της δολοφονίας χαρακτήρα και των θεραπειών της από όσα βρίσκονται στο βιβλίο. Ο συγγραφέας μας δείχνει ότι οι αντίπαλοί του έχουν ιδέες που αποδοκιμάζει και μας ζητά να πολεμήσουμε εναντίον τους. Στην εισαγωγή του ο Χάτσινς λέει: «Ο τρόπος να καταπολεμήσεις τις ιδέες είναι να δείξεις ότι έχεις καλύτερες ιδέες. Τότε, αν ήμασταν τυχεροί να έχουμε καλύτερες ιδέες που ήταν πραγματικά εφαρμόσιμες, δεν θα έπρεπε πλέον να ανησυχούμε για την επιρροή των κακών ιδεών: θα έπεφταν από τα δικά τους μειονεκτήματα.»}
Έξι δεκαετίες αργότερα, ο Ολλανδός Λέκτορας Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ Μάρτιν Ικς (Martijn Icks) και ο Αμερικανός καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο George Mason της Βιρτζίνια Έρικ Σιράεβ (Eric Shiraev), «ανανέωσαν» τον όρο, διευρύνοντας την σημασία του και αναζωογόνησαν το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον εξετάζοντας και συγκρίνοντας μια ποικιλία ιστορικών γεγονότων δολοφονίας χαρακτήρων. («Δολοφονία Χαρακτήρα δια μεσου των –ιστορικών- Εποχών» / «Character Assassination through the Ages», εκδόσεις Palgrave Macmillan, Νέα Υόρκη 2014)
Πολλές επιθέσεις χαρακτήρα λαμβάνουν χώρα στην πολιτική σφαίρα, για παράδειγμα σε προεκλογικές εκστρατείες. Ωστόσον, εξέχουσες προσωπικότητες από άλλες σφαίρες της δημόσιας ζωής μπορούν επίσης να γίνουν στόχοι επιθέσεων χαρακτήρα, όπως θρησκευτικοί ηγέτες, επιστήμονες, αθλητές και αστέρες του κινηματογράφου. Επιπλέον, η δολοφονία χαρακτήρα φαίνεται να είναι ένα σχεδόν οικουμενικό, διαπολιτισμικό φαινόμενο που μπορεί να βρεθεί σε πολλές χώρες, (αν όχι στις περισσότερες) και σε πολλές ιστορικές περιόδους.
Η βιβλιογραφία για τη δολοφονία χαρακτήρα (ΔΧ) περιλαμβάνει αποκλίνουσες εκτιμήσεις και κρίσεις ως προς το εάν η ΔΧ μπορεί να διεξαχθεί εναντίον μιας χώρας ή ενός κράτους, όπως και εναντίον ατόμων. Εκείνοι που αντιτίθενται στην ιδέα ότι η ΔΧ μπορεί να εκτελεστεί εναντίον μιας χώρας υποστηρίζουν ότι, ο χαρακτήρας, ως ένα σύνολο μεμονωμένων χαρακτηριστικών, (περισσότερο ή λιγότερο σταθερό), δεν μπορεί να εφαρμοσθεί σε μια χώρα, της οποίας το σύνολο χαρακτηριστικών είναι δυσκολότερο να αναγνωριστεί και επομένως δυσκολότερο να «δολοφονηθεί», (όπως επισημαίνουν ιδιαίτερα οι Ικς και Σιράεβ). Άλλοι προωθούν την ιδέα ότι η «εχθρική εικόνα» και η «ετεροποίηση» που συνήθως στοχεύουν σε μια ομάδα προσώπων, θα πρέπει να θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος της ΔΧ. (Η «ετεροποίηση», η «αλλοτριοποίηση», ο «αποκλεισμός του Άλλου», στην αγγλική «ohering», η διαδικασία του αρνητικού προσήμου της κατηγοριοποίησης σε «Εμείς» και «Αυτοί». Ο ορισμός συναντάται για πρώτη φορά στην Κοινωνιολογία, στην δεκαετία του ΄70, ενώ αργότερα τον ενστερνίσθηκαν η Ψυχολογία και η Φιλοσοφία. Είναι μια διαδικασία αποκλεισμού ή και εξοστρακισμού των «Άλλων» από «Εμάς»).
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η οικοδόμηση μιας «εχθρικής εικόνας» κάποιας χώρας, ως μέρος των διεθνών πρακτικών, βασίζεται συχνά σε μεγάλο βαθμό στον χαρακτήρα του ηγέτη της, συνδέοντας έτσι στενά την ΔΧ ενός ηγέτη με τις κρίσεις κατά μιας χώρας. Αυτή η αλληλεπίδραση λειτουργεί αμφιμονοσήμαντα, και προς τις δύο κατευθύνσεις : Ένας ηγέτης ή μια ηγέτιδα, μπορεί επίσης να δεχθεί επίθεση με επίκληση των χαρακτηριστικών της χώρας που εκπροσωπεί, τα οποία δεν έχουν άμεση σχέση με το σύνολο των ατομικών χαρακτηριστικών του / της.
Λέγοντας ότι τα έθνη έχουν χαρακτήρα, εν προκειμένω δεν αναφερόμαστε σε κάποιαν αρχέγονη, ουσιώδη, φυλετική ή πολιτισμική ταυτότητα, αλλά στη χρήση ποικίλων τεχνικών «επωνυμίας προϊόντος» από τον σύγχρονο εταιρικό κόσμο. Η νεοφιλελεύθερη εμπορευματοποίηση των πάντων έχει ωθήσει τις αρχές (σε κρατικό επίπεδο, σε περιφερειακό επίπεδο και σε επίπεδο πόλης) να διαθέτουν και να προωθούν εμπορικά, να εμπορεύονται εντατικά τον εαυτό τους, ώστε να προσελκύουν επενδυτές και τουρίστες, να ενισχύουν το «κοινωνικό τους κεφάλαιο» στη διεθνή σκηνή και συνάμα να εμπνέουν τον πατριωτισμό στο εσωτερικό τους κοινό. (Το ζήτημα επισήμανε εύστοχα από το 2017 ο Ινδός συγγραφέας και δημοσιογράφος Σαμάν Σουμπραμανιάν / Samanth Subramanian, με το άρθρο του «Πώς να πουλήσετε μια χώρα : Η ακμάζουσα επιχείρηση του εθνικού εμπορικού σήματος», στην διαβόητη βρετανική ημερήσια κεντροαριστερή αφημερίδα «The Guardian»)
Όπως κάθε οργανισμός έχει τον δικό του χαρακτήρα, την παιδεία και την καλλιέργειά του, τον πολιτισμό του (ένα ιδιότυπο μείγμα της φήμης και της εσωτερικής λειτουργίας του οργανισμού), αντίστοιχα και τα έθνη έχουν την δική τους εικόνα στην παγκόσμια σκηνή. [Το θέμα αυτό το υποστήριξαν διεξοδικά ο Αμερικανός Καθηγητής «Επικοινωνίας Κρίσεων» στο Πανεπιστήμιο Α&Μ του Τέξας Τίμοθι Κούμπς (Timothy Coombs) και η επίσης Αμερικανίδα Καθηγήτρια «Επιστήμης Μέσων – Επικοινωνίας» στο ίδιο Πανεπιστήμιο, Σέρυ Χόλανταίη (Sherry Holladay), στο κεφάλαιο «Εταιρικός χαρακτήρας και Επικοινωνία Κρίσης» («Corporate Character Assassination and Crisis Communication») του βιβλίου «Εγχειρίδιο Δολοφονίας Χαρακτήρα και Διαχείρισης Φήμης» («Handbook of Character Assassination and Reputation Management») των εκδόσεων Routledge, Νέα Υόρκη, 2020).]
Αυτή η εικόνα καλλιεργείται από τις αρχές, οι οποίες επενδύουν σε αυτήν και αναπτύσσουν στρατηγικές για την προώθησή της (για παράδειγμα, φιλοξενία διεθνών εκθέσεων ή αθλητικών εκδηλώσεων). Μπορεί να καταστραφεί από κρίση, από κακή διαχείριση ή από σκόπιμες επιθέσεις που διαπράττονται από εξωτερικούς παράγοντες. Η δολοφονία χαρακτήρα, με την ευρύτερη έννοια της διαδικασίας «εχθροποίησης» μιας χώρας έχει εκτενώς αναλυθεί [όπως την αποσαφήνισαν στο βιβλίο τους «Η ψυχολογία του πολέμου και της Ειρήνης – Η εικόνα του Εχθρού» («The Psychology of War and Piece – The Image of the Enemy», των εκδόσεων Springer Science and Media, Νέα Υόρκη, 1991), ο ψυχολόγος και Καθηγητής Λογοπαθολογίας στο «Κολλέγιο Ποινικής Δικαιοσύνης John Jay» του «Πανεπιστημίου της Πόλης της Νέας Υόρκης» Ρόμπερτ Ρίμπερ (Robert Rieber, 1932–2015) και ο Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο «Κολλέγιο Brooklyn και Εγκληματολογίας στην «Σχολή Μεταπτυχιακών Σπουδών», του «Πανεπιστημίου της Πόλης της Νέας Υόρκης», Ρόμπερτ Κέλυ (Robert Kelly)]. Αυτή η διαδικασία υπήρξε μέρος των διεθνών πρακτικών από την αρχαιότητα (όπως αναφέρεται στο προαναφερθέν έργο των Ικς και Σιράεβ «Δολοφονία Χαρακτήρα δια μεσου των –ιστορικών- Εποχών» στις σελίδες 1–13). Επίσης, η ιστορική διάσταση αυτής της πρακτικής αναλύεται στο βιβλίο «Προπαγάνδα και Πειθώ» («Propaganda and Persuasion» 5η Έκδοση, εκδόσεις SAGE, Λος Άντζελες, 2012, Κεφάλαιο 2- «Προπαγάνδα δια μεσου των -ιστορικών- Εποχών»/ «Propaganda through the Ages», σελίδες 51–96) από τον Νοτιοαφρικανό Γκαρθ Γιόουετ (Garth Jowett) Καθηγητή Επικοινωνίας και Ιστορίας στην «Σχολή Επικοινωνίας Jack Valenti» του Πανεπιστημίου του Χιούστον και από την Βικτώρια Ο΄Ντόνελ (Victoria O’Donnell), Καθηγήτρια Επικοινωνίας του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Μοντάνα .
Στον εικοστόν αιώνα, με τη μαζική ανάπτυξη του γραμματισμού και την διάδοση των μέσων ενημέρωσης, αυτή η κατασκευή της «εικόνας του εχθρού» πήρε μιαν άλλη διάσταση, σχεδόν «βιομηχανική», με την συστηματική ανάλογη δόμηση της κρατικής προπαγάνδας, κάτι που ήταν ιδιαίτερα ορατό στη Ναζιστική Γερμανία της δεκαετίας του 1930, με διαμόρφωση της εχθρικής εικόνας προς όλες τις πλευρές κατά την διάρκεια του Β΄Μεγάλου Πολέμου. Επίσης αυτή η μέθοδος χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ιδίως από την πλευρά των Σοβιετικών [βλέπε Κράτος Προπαγάνδας σε Κρίση – Σοβιετική Ιδεολογία, Κατήχηση και Τρομοκρατία υπό τον Στάλιν 1927-1941» («Propaganda State in Crisis-Soviet Ideology, Indoctrination and Terror under Stalin, 1927-1941», εκδόσεις Πανεπιστημίου Γέηλ, 2012), από τον Αναπληρωτή Καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια Νταίηβιντ Μπραντενμπέργκερ (David Branderberger)].
Η προσπάθεια αποδυνάμωσης, απαθλίωσης, απαξίωσης της εικόνας των γεωπολιτικών εχθρών αποτελεί πλέον πάγιο και κομβικό μέρος της «εργαλειοθήκης» της εξωτερικής πολιτικής πολλών χωρών.
Αυτές οι προσπάθειες πλήξης του «εχθρού» βασίζονται επίσης στην σφαίρα των μέσων ενημέρωσης, με αποτέλεσμα την συμμετοχή στις προσπάθειες ΔΧ και ποικίλων μη κρατικών παραγόντων, από διαφόρους πολιτικούς έως την «κοινωνία των πολιτών». Σε χώρες με πολυφωνική πολιτική ζωή, η δημιουργία της εχθρικής εικόνας μπορεί να είναι μια ιδιαιτέρως εκτενής, πολύπλοκη και διαφοροποιημένη διαδικασία : Δεν μπορούν όλοι οι κοινωνικοί παράγοντες να συμφωνήσουν με την απόφαση του κράτους να «δολοφονήσει» την εικόνα μιας άλλης χώρας, αλλά και αντιστρόφως, οι κοινωνικοί παράγοντες μπορεί να στοχοποιήσουν ένα δεδομένο κράτος, ακόμα και αν η εξωτερική πολιτική του κράτους τους είναι φιλική ή ουδέτερη προς αυτό το κράτος – στόχο.
Ωστόσο, φαίνεται συχνά ότι υπάρχει ικανή επικάλυψη των προσπαθειών δολοφονίας χαρακτήρα από κρατικές δομές και από μη κρατικούς παράγοντες της ίδιας χώρας, επειδή τα πλεονεκτήματα των επιθέσεων στη φήμη μιας χώρας ή ενός ατόμου εξαρτώνται από την κοσμοθεωρία των επιτιθέμενων, είναι «σύμυτα» προς αυτήν. Για παράδειγμα, την αντίληψη της Βόρειας Κορέας ως εχθρού και αντιπροτύπου για την κοινωνία, συμμερίζονται, τόσο οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί αξιωματούχοι όσο και η πλειοψηφία του ευρωπαϊκού αμερικανικού κοινού, καθώς έχουν ένα σχετικά παρόμοιο σύνολο αξιών και κανόνων. Ωστόσο, για ορισμένες χώρες, το όραμα του κράτους και ένα μέρος της κοινής γνώμης μπορεί να διαφέρουν αρκετά.
Ένας τρόπος για να δολοφονηθεί ο χαρακτήρας μιας χώρας και της ηγεσίας της είναι μέσω της χρήσης της Ιστορίας – ή, ακριβέστερα, μέσω της χρήσης του ιστορικισμού. Ο ιστορικισμός αποδίδει στην ιστορία μια μορφή αναγωγικής ή ταυτολογικής σημασίας για το παρόν : Κάτι που συμβαίνει σήμερα είναι κατανοητό μόνο ως προϊόν της ιστορίας ή κάνοντας παραλληλισμό με μια ιστορική περίοδο [Βλέπε το έργο του σπουδαίου Αυστροεβραίου φιλοσόφου και πολυπράγμονα στοχαστή Καρλ Ράϊμουντ Πόππερ / Karl Raimund Popper (1902-1994), «Η Πενία του Ιστορικισμού» («The Poverty of Historicism», εκδόσεις Routledge & Kegan Paul, Λονδίνο, 1957)].
Μία από τις πιο διαδεδομένες κατηγορίες εκ μέρους των ιστορικιστών είναι το σύνολο των ισχυρισμών που σχετίζονται με τον φασισμό, ειδικά με τη γερμανική εκδοχή του, τον ναζισμό. Υπάρχουν ελάχιστοι όροι στη σύγχρονη καθομιλουμένη που έχουν τόσο πολλές αρνητικές χροιές όπως ο «φασισμός», και ο «ναζισμός». Αυτοί οι όροι είναι πάρα πολύ επιβαρυμένοι, με μια μικρή εξαίρεση όσων τον χρησιμοποιούν «ημικά», «με κοινή εκ των ένδον αντίληψη», με υποκειμενικό τρόπο δίχως αρνητισμό (δηλαδή η μειοψηφία των ανθρώπων που διεκδικούν το δικαίωμα …. να αποκαλούνται φασίστες). Οι όροι υποδηλώνουν πάντα μιαν ιδεολογική ενοχή και μιαν αιτιότητα στραμμένη στη βία, λόγω της απόλυτης αρνητικής ενσάρκωσης του φασισμού στη ναζιστική ιδεολογία και στο Ολοκαύτωμα.
Επομένως, το να χαρακτηρίζεται κάποιος ως φασίστας ή ναζί συχνότατα σημαίνει ότι του αρνούνται το ηθικό δικαίωμα να εκφράσει τις πεποιθήσεις του. Η ανάπτυξη αυτών των εννοιών είναι περισσότερο συναισθηματική παρά λογικά αναλυτική. Είναι ένα ιδιότυπο λεξικό που επιτρέπει τη δυσφήμιση των εχθρών και την εξύμνηση των υψηλών ηθικών αξιών και του εκλεκτού επιπέδου των εκάστοτε δυσφημιστών, που αποκαλύπτουν και καταγγέλλουν το «κτήνος».
Μια διαρκώς αυξανόμενη τάση της «δολοφονίας χαρακτήρων» στην πολιτική και στις διεθνείς υποθέσεις είναι η «Αναγωγή στον Χίτλερ» – «Reductio ad Hitlerum», μια προσπάθεια να ακυρωθεί η θέση κάποιου άλλου με βάση ότι την ίδια άποψη με αυτόν είχε και ο Αδόλφος Χίτλερ ! Ο όρος επινοήθηκε από τον Λέο Στράους (Leo Strauss) το 1951.
[Ο Στράους, (1899 – 1973), ήταν Γερμανοεβραίος πολιτικός φιλόσοφος και κλασικιστής που ειδικευόταν στην κλασική πολιτική φιλοσοφία. Υπήρξε Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Εστίασε την έρευνά του στα ελληνικά κείμενα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, ώστε να επανεύρει την ερμηνεία τους μέσω της μεσαιωνικής ισλαμικής και εβραϊκής φιλοσοφίας, ενθαρρύνοντας την εφαρμογή αυτών των ιδεών στη σύγχρονη πολιτική θεωρία].
Η φράση «Reductio ad Hitlerum» είναι γνωστό ότι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε ένα άρθρο του Στράους για το «Measure: A Critical Journal» του Πανεπιστημίου Vanderbilt την άνοιξη του 1951, αλλά και έγινε διάσημη σε ένα βιβλίο του ίδιου συγγραφέα που δημοσιεύτηκε το 1953, «Φυσικό Δίκαιο και Ιστορία» («Natural Right and History», εκδόσεις Πανεπιστημίου του Σικάγου), όπου γράφει στο Β΄κεφάλαιο:
«…Ακολουθώντας αυτή την κίνηση προς το τέλος της θα φτάσουμε αναπόφευκτα σε ένα σημείο πέρα από το οποίο η σκηνή σκοτεινιάζει από τη σκιά του Χίτλερ. Δυστυχώς, δεν είναι αυτονόητο ότι στην εξέτασή μας πρέπει να αποφύγουμε την πλάνη η οποία τις τελευταίες δεκαετίες χρησιμοποιείται συχνά ως υποκατάστατο του reductio ad absurdum : το reductio ad Hitlerum. Μια άποψη δεν διαψεύδεται από το γεγονός ότι τυγχάνει να την συμμερίσθηκε ο Χίτλερ.»
Η «Reductio ad Hitlerum» δανείζεται το όνομά της από τον όρο της Λογικής, «εις άτοπον απαγωγή» – «reductio ad absurdum», και ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία της επιχειρηματολογίας ενάντια «στον άνθρωπο», ενάντια στο συγκεκριμένο αυτό άτομο, («ad hominem»), νοούμενη ως μια λογική πλάνη στην οποίαν ένα επιχείρημα αντικρούεται, προσβάλλοντας περισσότερο τον χαρακτήρα του υποστηρικτή του παρά την ουσία του επιχειρήματος. Η Reductio ad Hitlerum βασίζεται στην «ενοχή κατά συσχέτιση» – στην υποτιθέμενη ομοιότητα ενός επιχειρήματος ή μιας ενέργειας, με εκείνα που σχετίζονται με τον Χίτλερ και το ναζιστικό καθεστώς. Οπότε αυτομάτως είναι ανεπιθύμητα και απορριπτέα!
Μια άλλη περίπτωση «Αναγωγής στον Χίτλερ» θέτει μια ερώτηση της μορφής «Ξέρεις ποιος άλλος…;», με την σκόπιμη πρόθεση να αμφισβητήσει μια συγκεκριμένη ιδέα ή ενέργεια, υπονοώντας βεβαίως ότι ο Χίτλερ είχε αυτήν την ιδέα ή ότι έκανε μια τέτοιαν ενέργεια.
Το υποτιμητικό περιεχόμενο αυτής της κατηγορίας είναι τόσο μεγάλο, καθώς οι όροι «φασισμός» και «ναζισμός» έχουν γίνει υβριστικές – προσβλητικές ταμπέλες οι οποίες μερικές φορές δεν έχουν καμία σχέση με τις πραγματικές ιδεολογικές θέσεις των κατηγορουμένων. Το Διαδίκτυο παίζει εξόχως κρίσιμο ρόλο στην προώθηση αυτού του τύπου ρητορικής κλιμάκωσης. Ο φερόμενος ως «Νόμος του Γκόντγουιν» (του Αμερικανού δικηγόρου που τον διατύπωσε το 1990) βεβαιώνει : «Καθώς μεγαλώνει μια διαδικτυακή συζήτηση, πλησιάζει η πιθανότητα μιας σύγκρισης που περιλαμβάνει προσεγγίσεις του Χίτλερ».
Α. Κωνσταντίνου