«Ούτω τοις πολλοίς αταλαίπωρος η ζήτησις της αληθείας και επί τα ετοίμα μάλλον τρέπονται».
(«Έτσι στους πολλούς η αναζήτηση της αλήθειας είναι άκοπη και στρέφονται στα έτοιμα σχήματα»).
Θουκυδίδου «Ξυγγραφή» – Α’ 20
Οι επιχειρήσεις της Κοφίνου (Επιχείρησις «Γρόνθος»), του Νοεμβρίου 1967 αφορούν στα γεγονότα που συνέβησαν μεταξύ Εθνικής Φρουράς και Τουρκοκυπρίων στο χωριό Κοφίνου, που αποτελούσε τουρκοκυπριακό θύλακα, της επαρχίας Λάρνακας της Κύπρου.
[Ο Θύλακας ελεγχόταν από τον τοπικό διοικητή Μεχμέτ Αλή Ιλκμάν –«Τσιετίν πασά», ο οποίος άνηκε στην ΤΜΤ (Türk Mukavemet Teşkilatı) – «Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης» την ελεγχόμενη από την Άγκυρα τουρκοκυπριακή παραστρατιωτική οργάνωση με στρατιωτική εκπαίδευση ειδικών δυνάμεων.
Η Κοφίνου, έλεγχε τον οδικό άξονα Λευκωσίας Λεμεσού και τουρκοκυπριακές δυνάμεις παρενοχλούσαν διαρκώς την οδική κυκλοφορία].
Το ζήτημα της ασταμάτητης παρενόχλησης των αυτοκινήτων απο την ΤΜΤ στην Κοφίνου (η οποία από τον Ιανουάριο του 1967, με …..διαταγή του Τσιετίν, άλλαξε όνομα και λεγόταν πλέον Geçitkale) συζητιώταν με την UNFICYP του ΟΗΕ με ατέρμονες παρατάσεις και αναβολές. Τότε ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ (και όχι η προβοκάτσια της …. Χούντας) αποφάσισε να πραγματοποιηθεί στρατιωτική επέμβαση για να λυθεί το ζήτημα. Τα γεγονότα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν 24 τουρκοκύπριοι και 1 ελληνοκύπριος, αλλά και χίλιοι περίπου κάτοικοι του χωριού να μείνουν άστεγοι. Η χρήση της αντισταθμστικής ένοπλης βίας εκ μέρους των Ελλήνων, προβεβλημένη, διαστρεβλωμένα και δόλια, από τους Διεθνείς Επικυρίαρχους και τα ανδρείκελά τους των ΜΜΕ, μετέστρεψε την χειραγωγούμενη παγκόσμια κοινή γνώμη εναντίον των ελληνοκυπριακών θέσεων, ενώ εν τέλει οδήγησε την ελληνική Μεραρχία να αποχωρήσει από τη Μεγαλόνησο (με 8.500 χιλιάδες άνδρες, με 3 συντάγματα πεζικού, 2 μοίρες καταδρομών και 2 ίλες αρμάτων), μια πανίσχυρη ελληνική δύναμη η οποία βρισκόταν μυστικά στην Κύπρο από τις 20 Οκτωβρίου 1964.
Οι επιχειρήσεις της Κοφίνου εν τέλει υπήρξαν ένα ακόμη ιδιότυπο Βατερλώ του Μείζονος Ελληνισμού.
Είχαν ως θλιβερή συνέπεια, εκτός από την φρικώδη ψυχοπνευματική «εθνική απομείωση»:
α) Να αποθωρακισθεί αμυντικά η Μεγαλόνησος Κύπρος και συνακόλουθα να περιοριστεί δραματικά ολόκληρη η αμυντική στρατιωτική στρατηγική του ελληνικού χώρου,
β) Να εγκαταλειφθεί η επιδιωκόμενη πραγματική Αυτοδιάθεση (με την συνακόλουθη Ένωση) και να συρρικνωθούν τα δίκαια ελληνικά αιτήματα μεταλασσόμενα στην «εφικτή» λύση, που επί πενηντα τρία άθλια χρόνια από τότε, παραμένει ακόμα αναιμική «μη λύση», καθιστώντας την εθνική ολοκλήρωση ανέφικτη και ολοένα πιο μακρινή.
Όσον περνά ο καιρός τόσο καθίσταται παραδεκτόν από όλο και περισσοτέρους ότι οι επιχειρήσεις της Κοφίνου υπήρξαν μια τρομακτική αντεθνική παγίδα. Τα γεγονότα που αποφασίστηκαν να εκτελεσθούν (κατά τρόπον εντελώς ανεξήγητο) διαφαίνεται χρόνου, ότι υπεκρύπτονταν μια συγκεκριμένη σκοτεινή πρόθεση, ένας δόλιος ανθελληνικός απώτερος στόχος. Αυτή η σκοτεινή έμπνευση και επιδίωξη, στη σύλληψη της οποίας αναπόφευκτα πρέπει να είχαν μέρος και «Έλληνες», υλοποιήθηκε και τελικά δικαιώθηκε με την απομάκρυνση από τη Μεγαλόνησο του Στρατηγού Διγενή και του Ελληνικού Στρατού με ένα πρωτοφανώς μειωτικό και άκρως επικίνδυνο τρόπο για το Κυπριακό ζήτημα.
Το ότι μια ένοπλη σύγκρουση στην περιοχή της Κοφίνου θα προσλάμβανε τον χαρακτήρα εκτεταμένης μάχης και σοβαρής αιματοχυσίας, κανείς εχέφρων αρμόδιος δεν μπορούσε να παραβλέψει. Ήταν ολοφάνερο.
Διότι στο χωριό αλλά και στα γύρω υψώματα, τα οποία είχον οργανωθή στρατιωτικώς, υπήρχαν μερικές εκατοντάδες βαριά εξοπλισμένων Τούρκων ενόπλων. Επίσης θα ήταν τουλάχιστο πολιτική αφέλεια και διπλωματική βλακέια η άποψη πως η Τουρκία θα παρέμενε αδρανής μετά από μία πολύνεκρη σε βάρος τηε εκκαθαριστική επιχείρηση.
Ο πολύπειρος Στρατηγός Γρίβας είχε πλήρη επίγνωση και ακλόνητη βεβαιότητα για την επέκταση των συγκρούσεων αλλά και τις αντιδράσεις εκ μέρους της Αγκύρας. Διείδε σαφέστατα τις τρομερές συνέπειες που θα είχε η εμπλοκή του Ελληνικού Στρατού σε μία υπόθεση ξεκάθαρα αστυνομικής φύσεως. Όταν του ζητήθηκε από τον Μακάριο η συμμετοχή στρατιωτικών δυνάμεων και η παροχή κάλυψής τους στην Αστυνομίαν, εξεπλάγη και εζήτησε πίστωση χρόνου για συνεννοήσεις με την ηγεσία των Αθηνών, προκειμένου να σταθμισθούν ακριβώς οι ενδεχόμενες επιπτώσεις και οι δυνατότητές μας. Μέσω σημάτων και ενός προσωπικού απεσταλμένου, ανωτάτου αξιωματικού, ο Διγενής ανέπτυξε στο Εθνικό Κέντρο την έκταση την που θα προσελάμβανε στον στρατιωτικό και στον πολιτικό τομέα μία επιχείρηση στην περιοχή Κοφίνου.
Ο Διγενής επέμεινε γιά την μη εμπλοκή του Στρατεύματος. Τις απόψεις του δεν μετέδωσε μόνον προς την επίσημη Ελλάδα αλλά κατατόπισε πληρέστατα και την κυπριακή πολιτική ηγεσία, υπογραμμίζοντας τους τεραστίους κινδύνους. Έκανε ότι μπορούσε για να πείσει Αθήνα και Λευκωσία να αποφύγουν κάθε ασύνετη και παράταιρτη ενέργεια, καθώς άλλωστε δεν υπήρχε καμμία σχετική πιεστική ανάγκη, ενώ οι πιθανές προεκτάσεις θα ήταν ζημιογόνες και για το Κυπριακό, αλλά και για την εθνική μας αξιοπρέπεια. Δυστυχώς δεν εισακούσθηκαν οι έγκαιρες και σαφείς προειδοποιήσεις του Διγενή. Κοινή και άκαμπτη ήταν η επείγουδα διαταγή Λευκωσίας και Αθηνών: Τάχιστα Επιχειρήσεις!
Ο Διγενής βρισκόταν στη Μεγαλόνησο με την ιδιότητα του αρχιστρατήγου και με βαθμό στρατηγού εν ενεργεία. Ήταν ηγέτης όχι κάποιου ιδιωτικού ή εθελοντικού στρατού, αλλά κανονικού τακτικού στρατού, στελεχωμένου από αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού αποσπασμένους στην Κύπρο. Υπαγόταν στο ΓΕΕΘΑ καθώς έκτοτε (κι όχι από το ….. εθνοσωτήριο ΠΑΣΟΚ) ήταν σαφώς διακηρυγμένη η θεωρία ότι «είναι ενιαίος ο αμυντικός χώρος Ελλάδος και Κύπρου». Ο Στρατηγός υπάκουε σε διαταγές και δεν ήταν δυνατόν να ενεργήσει κατά το δοκούν.
Άλλωστε είχε πικρή πείρα από τις προηγούμενες ανάλογες περιπτώσεις της Τρυπημένης, του Άρσους και του Μαρί, στις οποίες όταν αντίστοιχα αρνήθηκε να εμπλακεί σε ανοικτή πολεμική σύγκρουση ώστε να μη δυσχεράνει την πορεία του Κυπριακού, κατόπιν αντιμετώπισε άτιμες συκοφαντικές «περί δειλίας» επιθέσεις των «υπερπατριωτών» πατριδεμπόρων της Κυπριακής Κυβέρνησης και όλων των μισελλήνων και ανθενωτικών της Μεγαλονήσου.
Η επίσημη Λευκωσία τον άφησε εντελώς ακάλυπτο. Συνεπώς δεν είχε άλλην επιλογή ο Διγενής και προχώρησε στην εκτέλεση της διαταγής, που δεν είχε κατορθώσει να ματαιώσει παρά τα πολυάριθμα αδιάσειστα επιχειρήματά του σε βάρος της επιχείρησης. Η δράση εκδηλώθηκε αριστοτεχνικά και οι ισχυρές τουρκικές θέσεις εκαθαρίσθησαν. Όλοι οι Τούρκοι ένοπλοι συνελήφθησαν, όλο το στρατιωτικό τους υλικό περιήλθε σε ελληνικά χέρια.
Ο διαβόητος μισέλληνας Τσιετίν «πασάς» της Κοφίνου παραδόθηκε και αυτός. Η δοθείσα διαταγή εκτελέσθηκε με απόλυτη ακρίβεια και καθολική τακτική επιτυχία.
Τα αποτελέσματα της κρίσης της Κοφίνου υπήρξαν τρομακτικά. Η Τουρκία βρίσκοντας την αφορμή που επιζητούσε χαρακτήρισε την επιχείρηση ως «στυγερή πρόκληση» και έκανε λόγο για … γενοκτονία των ομογενών της, ενώ ο Πάρκερ Χαρτ , ο Αμερικανός Πρέσβης στην Τουρκία τόνισε στο State Deparment ότι «….η υπομονή και η αυτοσυγκράτηση που επιδεικνύει η Τουρκία δεν μπορεί να συνεχιστεί !». Δύο εβδομάδες αργότερα, ο αμερικανός Σάϊρους Βανς διευθέτησε την κρίση με την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από τη Μεγαλόνησο, καθώς και με την ανάκληση του στρατηγού Γρίβα από την κυβέρνηση της Ελλάδος. Η Κύπρος ήταν πλέον παντελώς έκθετη σε μιαν ενδεχόμενη τουρκική εισβολή.
Οι μετέπειτα στρατηγικές συνέπειες είναι γνωστές. Η Κοφίνου παρέμεινε στην Ιστορία ως προοίμιο της εκδίωξης του Ελληνικού Στρατού από την Κύπρο, του Στρατού μας, ο οποίος αποτελούσε την εγγύηση και την ελπίδα της Ενώσεως με την μητέρα Ελλάδα. Στην Κοφίνου λοιπόν πρέπει να αναζητηθούν και εκεί θα βρεθούν οι οιοιδήποτε υπεύθυνοι αυτής της μεγάλης εθνικής συμφοράς.
Η εθνική Ιστορία έχει πλήρη αίσθηση της πραγματικότητος, την οποίαν καταγράφει με ψυχρή αμεροληψία και αδέκαστη δικαιοσύνη. Συνεπώς θα αποφανθεί «εν καιρώ τω δέοντι» για τους υπευθύνους της Κοφίνου και τις ανιέρες προδοτικές επιδιώξεις τους, όσα ψεύδη και όσες ατιμίες και αν επιστρατεύσουν οι θλιβεροί επίγονοί τους για να αποσείσουν τις ευθύνες τους.
Οι εθνικές επέτειοι οφείλουν να είναι αστείρευτες πηγές παραδειγματισμού και άμιλλας. Οι επέτειοι των εθνικών συμφορών πρέπει να είναι αφετηρίες σκληρής αυτοκριτικής, αστείρευτης μνήμης και βαθιάς σύνεσης για την περαιτέρω εθνική πορεία.
Α. Κωνσταντίνου