Ζούμε σε μια εποχή η οποία διελαύνεται από την άποψη ότι «δυστυχία» είναι η «απόσταση» ανάμεσα στην επιθυμία και στην ικανότητα κορεσμού της, ενώ αντιθέτως η «ευτυχία» συμπίπτει με τον επιθυμητικό κορεσμό.
Την ίδια στιγμή που για την επίτευξη αυτού του κορεσμού θεωρείται δικαιολογημένη και φυσιολογική η χρήση κάθε μέσου, τρόπου και συμπεριφοράς που μπορούν να προσπορίσουν πλούτο, εξουσία, ηδονή και μακροημέρευση χωρίς ηθικές αναστολές.
Η αντίληψη αυτή φαίνεται ότι κατευθύνει το σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και συμπεριφορών, από τα πιο απλά καθημερινά πράγματα στη ζωή των ανθρώπων μέχρι τις πιο σύνθετες και πολύπλοκες διεθνείς εξελίξεις του σημερινού κόσμου. Ενός κόσμου στον οποίο η νεοβαρβαρική συλλογικότητα θεσμών, ομάδων και συστημάτων μαζικής ευτυχίας ισοπεδώνουν την ατομική προσωπικότητα, προσμετρώντας τον άνθρωπο σαν μιαν αδιαφοροποίητη μονάδα μιας φυσικής ομοείδειας. Μονάδα που διαφοροποιείται μόνο σαν αριθμός Δελτίου Tαυτότητας, Φορολογικού Mητρώου κλπ. Δηλαδή ενός κόσμου βαθιά κολεκτιβιστικού που κανοναρχεί τα πάντα με βάση τις ακόρεστες ζωώδεις βιολογικές ανάγκες του ανθρώπου και όχι του προσώπου του.
Πρόκειται φυσικά για μια αντίληψη βαθιά ανθελληνική. Αφού ο αιώνιος Έλληνας ιεραρχεί τα πάντα πρωτίστως αναφερόμενος στο ανθρώπινο πρόσωπο και την ελευθερία επιλογών του υπερβαίνοντας τις βιολογικές του ανάγκες. Μόνος σκοπός της ζωής του είναι η ατελεύτητη επιδίωξη του ευγενούς και τους μεγάλου.
Η ευγένεια. Μόνο αυτή δίνει σκοπό στη ζωή του. Η ευγένεια και όχι η ευημερία. Πορεύεται σαν τον Οδυσσέα που κατευθύνεται από τον ακατανίκητο νόστο για το κακοτράχαλο νησί του, αψηφώντας το ονειρεμένο νησί της απείρου κάλλους θεάς Καλυψώς και την αθανασία που αυτή του προσφέρει. Αυτός θέλει τη γυναίκα του την Πηνελόπη, τον μοναχογιό του Τηλέμαχο και το γέρο-Λαέρτη τον πατέρα του. Πετά από πάνω του και το τελευταίο δώρο που του έχει προσφέρει η θεά, τα ρούχα. Γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να φτάσει στον προορισμό του δεν θα μπορέσει να τα βγάλει πέρα με τα κύματα.
Αυτός είναι ο αιώνιος Έλληνας, που αν και κοσμοπολίτης δεν ξεχνά ποτέ την πατρίδα του και σε αυτή πάντα θέλει να ξαναγυρίσει. Είναι αυτός που μπορεί ταυτόχρονα να είναι τοπικιστής και οικουμενικός, «εθνικιστής» και «διεθνιστής», γιατί εννοεί την εθνικότητα συγχρόνως και πολιτισμική και πολιτική κατηγορία.
Ο Ίων Δραγούμης το περιγράφει εξαιρετικά: «Κάτω όλοι οι ιμπεριαλισμοί! Θα ησυχάσουν πολύ και θα καλυτερέψουν πολύ οι άνθρωποι άμα πάψουν να έχουν χωματική λαιμαργία, δηλαδή να διψούν για να απλωθούν σε ξένα χώματα, να ορίζουν όλο και περισσότερα χώματα. Να θέλουν τα έθνη να ορίζουν ανθρώπους το εννοώ, μα πώς να τους ορίζουν; Ας δημιουργούν τα έθνη πολιτισμούς και ας επηρεάζουν τα άλλα έθνη, αν μπορούν. Κι όποιος κάμει τον καλύτερο». Να επηρεάζουν λοιπόν πολιτισμικά τα άλλα έθνη, ούτε να τα μισούν, ούτε να τα επιβουλεύονται.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τα σημερινά αδηφάγα κολεκτιβιστικά συστήματα που παρουσιάζουν τον εθνομηδενισμό ως τη Λυδία λίθο ανθρωπιστικής συναλληλίας.
Για μεν τους αναρχικούς, τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές, το Έθνος είναι γέννημα του καπιταλισμού. Οποιαδήποτε αναφορά σε έθνος συνεπάγεται αυτόχρημα μίσος εναντίον άλλων ανθρώπων, παρόλη την τοποθέτηση Δραγούμη. Σαν τέτοιο συγκροτεί μια ενότητα εκμεταλλευτική – καταπιεστική, μεταξύ της κεφαλαιοκρατίας και του προλεταριάτου.
Μια ενότητα προορισμένη να χαθεί μαζί με το κράτος, έπειτα από την επιτυχή υπέρ του σοσιαλισμού έκβαση του αναγκαίου (για την κοινωνική πρόοδο) και ιστορικά αναπόφευκτου εμφυλίου πολέμου (για την επιβολή του ανθρωπισμού). Για δε τους νεοφιλελεύθερους, το νεοθρησκευτικό συγκρητισμό και την «εκκλησία» (ως «σύνοδο επισκόπων»), ο εθνομηδενισμός είναι ένας αφηρημένος «οικουμενισμός», όπου η συγκαλυμμένη με διάφορους ιδεολογικούς μανδύες χωματική λαιμαργία συνεπάγεται παραδόξως ανθρωπισμό.
Έναν ανθρωπισμό που αποτελεί επινόηση της αμερικανοσιωνιστικής μονοπολικής «παγκοσμιοποίησης», η οποία άρχισε να προωθείται μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989, βάσει της οποίας ο όρος εθνική ταυτότητα δεν έχει καν νόημα.
Στην πράξη ωστόσο και οι μεν και οι δε (νεοφιλελεύθεροι και αριστεροί) με τον εθνομηδενισμό επιδιώκουν την εξαφάνιση του ελληνικού πολιτιστικού παραδείγματος που βρίσκεται στους αντίποδες του δικού τους τρόπου υπάρχειν και ζην και κατ’ επέκταση στην εξαφάνιση του Έλληνα ανθρώπου.
Με όλους αυτούς κατά συνέπεια, ο Ελληνισμός δεν μπορεί να έχει κανένα διάλογο, κανένα σημείο συνάντησης.
Η διαφορά μαζί τους είναι κάθετη, δομική. Κάθε προσπάθεια συνεννόησης έχει τις ίδιες πιθανότητες επιτυχίας όσες θα είχε και μια απόπειρα εκχριστιανισμού του διαβόλου.
Διάλογος, ακόμη κι αν έχουμε μεταξύ μας μεγάλες διαφορές, μπορεί να υπάρξει μόνον με εκείνους που θεωρούν ότι:
1ον το έθνος αποτελεί υπαρκτή ιστορική κατηγορία στο διηνεκές
2ον έχουν μια ελληνοκεντρική θεώρηση στην αυτοκατανόηση του εθνικού τους Είναι.
Σε κάθε περίπτωση, απαραίτητη προϋπόθεση για έναν τέτοιο διάλογο είναι η χαρτογράφηση – κατηγοριοποίηση των υπαρχόντων αλληλοσυγκρουόμενων νοηματοδοτήσεων της εθνικής μας ταυτότητας. Ήτοι του περιεχομένου το οποίο προσδίδουμε στο συλλογικό μας «όλον» εμείς οι νεοέλληνες. Προσωπικά πιστεύω ότι μια τέτοια χαρτογράφηση θα κατέληγε στις εξής τρεις διακριτές κατηγορίες:
Την κλασικιστική κατανόηση της ελληνικής ταυτότητας, σύμφωνα με την οποία Έλληνες είναι μόνον οι κάτοικοι της σύγχρονης και της αρχαίας Ελλάδας. Οι Βυζαντινοί (κατά την άποψη αυτή) δεν ήταν Έλληνες.
Εισηγητές της «νεοκλασικής» θέσης υπήρξαν οι «διαφωτιστές», με επίκεντρο τον Αδαμάντιο Κοραή.
Βάση τους η θεωρία της λεγόμενης «μετακένωσης»: Τα αρχαιοελληνικά φώτα είχαν σβήσει στο Βυζάντιο (φωτογραφίζει βέβαια το Βυζάντιο της παρακμής), σώθηκαν όμως στη Δύση. Απ’ όπου τα παίρνουμε εμείς οι νεότεροι και γινόμαστε έτσι συνέχεια των Αρχαίων. Οι Νεοέλληνες είναι κατά συνέπεια Έλληνες «εισαγωγής».
Είναι γνωστή η δήλωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή (του θείου) ότι πριν υποδουλωθούμε στους Τούρκους ήμασταν υποδουλωμένοι στους Βυζαντινούς.
Η δεύτερη εκδοχή είναι η ελληνοχριστιανική, σύμφωνα με την οποία ο αρχαίος, ο βυζαντινός και ο νεώτερος Ελληνισμός είναι «ένα και το αυτό έθνος». Θεωρητικός της ελληνοχριστιανικής ταυτότητας είναι ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ενώ ιστορικός της ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος.
Αμφότεροι επιβεβαιώνται από την Άννα Κομνηνή στην ‘Αλεξιάδα’, όταν αυτή αναφερόμενη στο εκπαιδευτήριο ορφανών που είχε ιδρύσει ο πατέρας της γράφει: «Και έστιν ιδειν και Λατίνον ενταύθα παιδοτριβούμενον και Σκύθην ελληνίζοντα και αυτοκατανόησης Ρωμαίων τα των Ελλήνων συγγράμματα μεταχειριζόμενον και τον αγράμματον Έλληνα ορθώς ελληνίζοντα». Ρωμαίοι εδώ είναι οι επίσημοι Βυζαντινοί, διοικητικοί υπάλληλοι, στρατιωτικοί κ.ο.κ. Αγράμματοι Έλληνες που μαθαίνουν να ελληνίζουν ορθώς, τα μεγάλα πλήθη του λαού, Λατίνοι οι δυτικοί και Σκύθες οι Σλάβοι. Οι Βυζαντινοί δηλαδή είναι πάντοτε Ρωμαίοι ως προς την κρατική τους υπόσταση και Έλληνες ως προς την εθνική τους υπόσταση. (Το Έλλην αρχίζει να αντικαθιστά πλέον το Γραικός, ενώ το Ρωμαίος διατηρείται ως είχε).
Η Τρίτη εκδοχή συλλογικής αυτοκατανόησης της Ελληνικότητας είναι η κοινωνιολογική. Σύμφωνα με αυτή δεν υπάρχει εθνική συνέχεια, ούτε με τον βυζαντινό, ούτε με τον αρχαίο Ελληνισμό. Οι Νεοέλληνες είναι ένα εντελώς καινούριο έθνος, όπως τα ευρωπαϊκά. Αυτή ήταν και είναι η θέση της αριστερής πτέρυγας του νεωτερικού διαφωτισμού. Θέση η οποία από πλευράς στρατηγικής και προοπτικής είναι σαφώς α-εθνική.
Υποστηρίζει ότι η εθνικότητα ανήκει στην παθολογία της ιστορίας και ότι ο πατριωτισμός είναι κάτι αντικειμενικά κακό, το οποίο μόνο προσωρινά, για λόγους «ιστορικής ανωριμότητας», επιτρέπεται να γίνει δεκτή.
Δεδομένου ότι η τελική κατάληξη θα είναι μια αεθνική – αταξική κοινωνία. Στη λογική αυτή ακριβώς του προσωρινά αποδεκτού εντάσσεται η εκ του πονηρού χρήση των όρων «εθνικό» και «ελληνικό» που εκμεταλλεύτηκε το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ («εθνικό» απελευθερωτικό μέτωπο – «ελληνικός» λαϊκός απελευθερωτικός στρατός) για να συνάξει στις τάξεις του και κάποιους αγνούς και απονήρευτους πατριώτες την περίοδο της γερμανικής κατοχής.
Και είναι ακριβώς αυτοί οι πατριώτες που βρέθηκαν εκ παραδρομής στις τάξεις της αριστεράς, εγκλωβισμένοι στα προσχηματικά αυτά φληναφήματα, αλλά τους είδαμε (δυστυχώς όχι όλους και όχι για πολύ) κατά την εποχή της πρόσφατης ανόδου του εθνικιστικού κινήματος στην Ελλάδα να μετακινούνται προς τον εθνικιστικό χώρο.
Όπως ήδη προανέφερα με την κατηγορία εκείνων (κυρίως νεοφιλελεύθερων αλλά και «προοδευτικών») που γεννήθηκαν Έλληνες και την εποχή της απόπειρας της αμερικανοσιωνιστικής μονοπολικής παγκοσμιοποίησης που μας προέκυψε μετά το 1989, έχουν αναλάβει εργολαβικά την ελληνική εθνοαποδόμηση, καμία συζήτηση δεν είναι εφικτή. Είναι οι ίδιοι που ενώ επίσημα πρεσβεύουν έναν δήθεν αεθνικό μεταμοντέρνο πολυπολιτισμό βάσει του οποίου αποδομούν μέρα και νύχτα την Ελλάδα, την ίδια στιγμή προωθούν την δημιουργία ψευδεπώνυμου έθνους – κράτους με την ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» και κάνουν το παν για να εξαλειφθεί – αφομοιωθεί η ελληνική εθνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου από το έθνος – κράτος της Αλβανίας.
Με όλους τους υπόλοιπους που επικαλούνται τον ελληνοκεντρισμό προκειμένου να μιλήσουν εξ ονόματος του εθνικού συνόλου, όπως και αν τον εννοούν μπορεί να υπάρξει συζήτηση.
Παρότι όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Π. Κονδύλης, μιλώντας εξ ονόματος του συνόλου (τα υποσύνολά του αυτά) διατυπώνουν αξιώσεις ηγεμονίας επί των ομολόγων τους μετατρέποντας τον ελληνοκεντρικό χώρο σε πραγματικό ναρκοπέδιο και στίβο αντιπαράθεσης ανάμεσα στις διαφορετικές νοηματοδοτήσεις του.
Ωστόσο, ένα ναρκοπέδιο που πρέπει να το διαβούμε υποχρεωτικά καθώς η πατρίδα παραδίδεται σε μια γενιά εκ των προτέρων ηττημένη. Τα χρόνια της έγνοιας αλλά και της αφέλειας, του ρεμβασμού αλλά και των προαισθημάτων, είναι καιρός να δώσουν τη θέση τους στο χρόνο της τόλμης και της αποφασιστικότητας.
Πρέπει να ριψοκινδυνεύσουμε και πάλι. Στην κρίσιμη στροφή της ελληνικής ζωής που περνάμε, αρκεί ίσως μια κίνηση εκστατική και στοχαστικά λυρική για να προσφέρει αλήθεια χωρία φανατισμούς, προσανατολισμό χωρίς μονομέρειες, νόημα ζωής χωρίς αποκλεισμούς. Θα είναι μια κίνηση από τη νέα, την ηττημένη γενιά που θερισμένη και αναπολόγητη πέφτει σήμερα επειδή έτσι θέλησαν οι ανάξιοι ηγεμόνες της τελευταίας τεσσαρακονταετίας.
Υπάρχει κάποια έτοιμη συνταγή εθνικής σωτηρίας; Θα ήταν κωμικό να το υποστηρίξει κάποιος. Η μια και μόνη ελπίδα που υπάρχει, είναι να αποκτήσει η νέα γενιά την κοινή αίσθηση ενός ιστορικού χρέους, σταματώντας να ρίχνει πάντα σε κάποιον άλλο την ευθύνη για τα δικά μας σφάλματα.
Ένα ιστορικό χρέος απέναντι στις οιμωγές που έρχονται από το 1453 και από το1922. Από τις μάνες της Σμύρνης, της Πόλης και των απαγχονισμένων νέων της ΕΟΚΑ.
Ένα ιστορικό χρέος προς τους νεκρούς μας, του Σαγγάριου και της Τρεμπεσίνας, της Ίμβρου και του Πενταδάχτυλου.
Θυμούμαι σημαίνει υπάρχω.
Αρκεί να έχουμε στο νου μας πως η υποταγή στη Δύση δεν έσωσε την Πόλη, δεν προστάτεψε τη Μικρασία, δε λευτέρωσε την Κύπρο.
Στρασβούργο, Βρυξέλλες, Γενεύη, ιδού η περήφανη Βαβυλώνα της Δύσης και οι Ρωμιοί ζήτουλες του δίκιου τους.
Ενώ κάπου μακριά οι θλιμμένοι Αυτοκράτορές μας δακρύζουν. Θρηνούν σιωπηλά ο Μάρκος Ευγενικός και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Είναι αδύνατο να καταλάβουν πως οι σημερινοί Ρωμιοί τιμούμε όχι αυτούς αλλά τον Καρλομάγνο. Και πως είναι δυνατόν να φυλακίζεται κάθε φωνή αντίστασης με κατασκευασμένα προσχήματα από επίορκους δημόσιους λειτουργούς.
Όσες ψυχές πονούν με ανιδιοτέλεια αυτόν τον τόπο ας αμυνθούν για τα ιερά και όσιά του. Ας δώσουν ο καθένας των υπέρ πάντων αγώνα.
Βασίλης Κωστόπουλος