Υιός του Νεοκλέους και της Χαιρεστράτης, ο Επίκουρος, Αθηναίος πολίτης από τον δήμο Γαργηττού (περί τον σημερινό Γέρακα Αττικής) με καταγωγή από το παλαιόν επιφανές Αθηναϊκό γένος των Φιλαϊδών υπήρξε μέγας φιλόσοφος και ιδρυτής σπουδαίας σχολής φιλοσοφικής σκέψεως. Η θεωρία του εστράφη σε έναν ηθικολογικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας. Στόχος του ήταν η αναζήτηση των αιτιών της ανθρωπίνης δυστυχίας και των εσφαλμένων δοξασιών οι οποίες την προκαλούν.
Για να επιτύχουμε την ίαση της ψυχής από τις εσφαλμένες και πλανερές δοξασίες και μια πορεία ζωής σύμφωνο με τη θεμελιώδη Επικούρειο αντίληψη δεν αρκεί να μάθουμε τον Επικούρειο φιλοσοφικό λόγο.
Ο καθείς πρέπει να εκπαιδεύεται συνεχώς. Κατά πρώτον πρέπει να διαλογίζεται, δηλαδή να προσλαμβάνει βαθύτατα και να καθίσταται σφόδρα συνειδητός περί των θεμελιωδών δογμάτων:
«Να εξασκείτε τον εαυτό σας σε αυτές και στις άλλες σχετικές επιταγές νυχθημερόν, τόσον εσείς οι ίδιοι όσον και με κάθε έναν από τους ομοϊδεάτες σας. Τότε ουδέποτε θα ενοχληθείτε, είτε αφυπνισμένοι είτε σε όνειρο, αλλά θα ζήσετε ως Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους.»
«Εξοικειωθείτε με την πεποίθηση πως ο θάνατος δεν είναι τίποτα για εμάς.» [«Επιστολή προς Μενοικέα – Περί ηθικής», 124; 135]
Η συστηματοποίηση των Επικουρείων δογμάτων και η συγκέντρωσή τους σε περιλήψεις και προτάσεις αποσκοπούν ακριβώς στο να τα καταστήσουν πειστικότερα, εντυπωσιακότερα και ευχερώς απομνημονεύσιμα, όπως η περίφημη «Τετραφάρμακος» («τετραπλή θεραπεία») που αποσκοπεί στην εξασφάλιση της υγείας της ψυχής, στην οποίαν και συνοψίζεται ολόκληρος ο πυρήν του Επικουρείου φιλοσοφικού λόγου.
Η Τετραφάρμακος αποτελεί την συμπύκνωση των θεμελιωδών διδασκαλιών του Επικούρου αναφορικώς προς το «πώς ζειν». Μας είναι γνωστή από ένα κείμενο του Επικουρείου φιλοσόφου Φιλοδήμου (Ηράκλειος Πάπυρος «Προς σοφιστάς», IV 10-14), το οποίον διεσώθη στην λεγομένη «Βίλα των παπύρων» στο Ηράκλειον της Ιταλίας (αρχαίον Herculaneum, νυν Ercolano) :
«Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος• και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευεκκαρτέρητον!»
[Ήτοι : Ο θεός δεν είναι για φόβον (διότι η θεϊκή δύναμη εκ της φύσεώς της δεν απειλεί), ο θάνατος δεν προκαλεί ανησυχία (διότι δεν υπάρχει μετά θάνατον ζωή)• και το καλόν (ότι πράγματι χρειαζόμεθα) αποκτάται ευκόλως,
το δε κακό αντέχεται ευχερώς (ότι μας κάνει να υποφέρουμε, ημπορούμε ευκόλως να το υπομείνουμε).]
Αλλά η πρόσχαρη ανάγνωση και διαρκής ανάμνηση των δογματικών θέσεων του Επικούρου (κατ’ αυτόν «ΧΑΙΡΕΤΕ ΚΑΙ ΜΕΜΝΗΣΘΕ ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΑ !») ή διατριβών άλλων διδασκάλων της Επικουρείου σχολής ημπορεί επίσης να τροφοδοτήσει τον διαλογισμό και να αποτυπώσει στην ψυχή την βασική διαίσθηση.
Ειδικότερον πρέπει κανείς να εξασκεί την πειθαρχία των επιθυμιών, πρέπει να είναι σε θέση να ικανοποιεί τον εαυτόν του με εκείνο που είναι εύκολο να αποκτηθεί, με αυτό που ικανοποιεί τις θεμελιώδεις ανάγκες του ατόμου και να αποκηρύξει κάθε τι περιττό. Αυτό είναι ένα απλό πρότυπο, το οποίον όμως οδηγεί σε μια ριζική μεταμόρφωση της ζωής ενός εκάστου: δηλαδή να ικανοποιείτε τον εαυτόν σας με απλά τρόφιμα, απλά ρούχα, να αποκηρύξετε τον πλούτο, τις τιμές και τα δημόσια αξιώματα, να ζήσετε μια ζωή σχόλης.
Αυτοί οι διαλογισμοί και αυτός ο ιδιότυπος ασκητισμός δεν ημπορούν να εφαρμοσθούν κατά μόνας. Στην Επικούρειο σχολή όπως και στην Πλατωνική σχολή, η φιλία είναι τα μέσον, η προτιμητέα ατραπός, ώστε να επιτύχει κανείς τον μετασχηματισμό του εαυτού του. Οι Διδάσκαλοι και οι μαθητές βοηθούν αλλήλους για να επιτύχουν την ίαση της ψυχής τους [όπως ανέλυσε εξαιρετικώς ο αείμνηστος Ιταλός ελληνιστής φιλόλογος και φιλόσοφος Κάρλο Αλμπέρτο Ντιάνο στο άρθρο του «Η φιλοσοφία της τέρψεως και η κοινωνία των φίλων», στο λίαν έγκριτο περιοδικό «Les Études philosophiques», τόμος 22, τεύχος 2 (Απριλίου – Ιουνίου 1967), σελίδες 173-186.]
Σε αυτήν την φιλικήν ατμόσφαιρα, ο ίδιος ο Επίκουρος αναλαμβάνει το ρόλο του «διευθυντού συνειδήσεων» και, όπως ο Σωκράτης και ο Πλάτων, γνωρίζει καλώς τον θεραπευτικό ρόλο του λόγου τον οποίον εκφαίνει.
Αυτή η πνευματική καθοδήγηση δεν έχει νόημα παρά μόνον σε μια διαπροσωπική σχέση ενός προς έναν, όπως έγραψεν ο μέγας Λούκιος / Λεύκιος Ανναίος Σενέκας στην εβδόμη επιστολή (από τις 124 «Ηθικές Επιστολές») προς τον προκουράτορα («επίτροπο») της Σικελίας, φίλο και μαθητή του Λουκίλιο τον Νεότερο – «Περί των πληθών» -11 : «Εγώ δεν το γράφω αυτό για τους πολλούς, αλλά για εσένα. Ο καθένας από εμάς είναι επαρκές ακροατήριο για τον άλλον».
Επισημαίνει εμφατικώς ότι η ενοχή βασανίζει την ηθική συνείδηση και ότι ημπορούμε να απελευθερώσουμε τον εαυτόν μας μόνον παραδεχόμενοι τις αποτυχίες μας και αποδεχόμενοι τις επιπλήξεις, έστω και αν αυτές προκαλούν μερικές φορές μια κατάσταση «μεταμελείας». [Επ’ αυτού ετοποθετήθησαν ειδικώς και διεξοδικώς : Ο κλασσικός φιλόλογος και παπυρολόγος Ζίγκφρηντ Ζουντχάους (1863-1924) : «Ο Επίκουρος ως Πνευματικός» στο «Αρχείον για την Θρησκειολογία» 1911, 14ο τεύχος σελίδες 647-48 / ο Βόλφγκανγκ Σμιντ : «‘Μεταμέλεια’ και ‘Υστάτη των πραγμάτων γραμμή’ στα νέα Επικούρεια κείμενα» στα ανάλεκτα του Ρηνανικού Μουσείου Φιλολογίας, 1957, τεύχος 100, σελίδες 301-327/ η διάσημη Γερμανογαλλίς ιστορικός της φιλοσοφίας και φιλόσοφος Ιλζετράουτ Χαντό : «Ο Σενέκας και η ελληνορωμαϊκή παράδοση της ψυχικής καθοδηγήσεως» (1969), σελίς 67.]
Η εξέταση της συνειδήσεως, η εξομολόγηση, η αδελφική διόρθωση είναι απαραίτητες ασκήσεις για την επιτυχία στην θεραπεία της ψυχής. Διαθέτουμε αποσπάσματα ενός κειμένου από τον Επικούρειο Φιλόδημο με τίτλον «Περί παρρησίας». Εκεί ασχολείται με την εμπιστοσύνη και το ανοικτό πνεύμα που πρέπει να κυριαρχεί μεταξύ διδασκάλου και μαθητών, όπως και μεταξύ των μαθητών. Για να εκφρασθεί ελευθέρως, ο διδάσκαλος δεν πρέπει να φοβάται να αποδοκιμάσει τους άλλους. Ο σπουδαστής, δεν πρέπει να διστάζει να παραδεχτεί τις αποτυχίες του και επιπλέον να φοβάται να κάνει τους φίλους του να συνειδητοποιούν τις δικές τους αποτυχίες. Συνεπώς, μια από τις κύριες δραστηριότητες του σχολείου είναι ένας διορθωτικός και παιδαγωγικός διάλογος.
Η προσωπικότης του Επικούρου έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό. Ο ίδιος ο Επίκουρος εδημιούργησε την αρχή: «Κάνε τα πάντα ωσάν να σε παρατηρεί ο Επίκουρος» και οι Επικούρειοι απηχούσαν την γνώμη του λέγοντες: «Θα υπακούσουμε στον Επίκουρο, τον τρόπο ζωής του οποίου έχουμε επιλέξει». Ίσως εξ αιτίας αυτής της καθοδηγητικής τεχνικής οι Επικούριοι απέδωσαν τόσον μεγάλη σημασία στις προσωπογραφίες του ιδρυτού τους, που ενεφανίσθησαν όχι μόνον σε πίνακες αλλά και σε δακτυλίδια [όπως αναλύει διεξοδικώς ο Μπέρναρντ Φρίσερ στο βιβλίον του : «Γλυπτός Λόγος: Επικουρισμός και Φιλοσοφική Στρατολόγηση στην Αρχαία Ελλάδα» (1982) ]
Για τους μαθητές του, ο Επίκουρος ήταν ωσάν «ένας θεός ανάμεσα στους ανθρώπους» (Επίκουρος «Προς Μενοικέα», 135), δηλαδή η ενσάρκωση της σοφίας, το άξιον μιμήσεως ιδεώδες. Αλλά σε όλα αυτά πρέπει κανείς να αποφεύγει την ένταση. Αντιθέτως, η θεμελιώδης Επικούρειος άσκηση συνίστατο στην χαλάρωση, στην ηρεμία, στην τέχνη της απολαύσεως των ψυχικών τέρψεων και των σταθερών απολαύσεων του σώματος. Πρωτίστως, αξίζει η ευχαρίστηση της γνώσεως: «Στην μελέτη της φιλοσοφίας, η ευχαρίστηση συνοδεύει την αυξανομένη γνώση. Διότι η ευχαρίστηση δεν ακολουθεί την μάθηση, αλλά μάλλον, η μάθηση και η ευχαρίστηση βαίνουν ομού» (από την συλλογή επικουρείων δοξασιών του Βατικανού «Επικούρου Προσφώνηση», 27.)
Επίσης η υπερτάτη ευχαρίστηση είναι η παρατήρηση του απείρου του σύμπαντος και του μεγαλείου των θεών.
Αλλά επίσης τεραστία είναι και η ευχαρίστηση της φιλίας. Έχουμε στο θέμα αυτό την μαρτυρία του Μάρκου Τυλλίου Κικέρωνος («Περί ορίων, καλών και κακών», 1, 20, 65) : “Έτσι ομιλεί ο Επίκουρος : «Από όλα τα πράγματα αυτό που έχει συλλέξει η σοφία για να επιτρέψει στον άνθρωπο να ζει ευτυχώς, τίποτα δεν είναι σημαντικότερον, ισχυρότερο ή πλέον ευχάριστο από την φιλία.». Και αυτόν τον ισχυρισμό του δεν τον απέδειξε μόνο με λόγια, αλλά ακόμη περισσότερον με τη ζωή του, με την συμπεριφορά και με τις πράξεις του. . . . Αλλά σε ένα και μόνον οίκημα, και εκείνο μικρό, οποία μεγάλα πλήθη φίλων συνεκέντρωσε ο Επίκουρος και πόσον ισχυρός ήταν ο δεσμός της αγάπης που τους εκράτησεν ηνωμένους!”
Η ευχαρίστηση τελικώς συνίσταται στην επιτυχία να συνειδητοποιήσουμε τι είναι θαυμαστό περί την ύπαρξη.
Για να ημπορέσουμε να κυριαρχήσουμε στην σκέψη μας ώστε κατά προτίμηση να αντιπροσωπεύει τα ευχάριστα στον εαυτό μας πράγματα, να αναστήσουμε την μνήμη των παρελθουσών τέρψεων και να απολαύσουμε τις παρούσες τέρψεις, αναγνωρίζοντες πόσον μεγάλες και ευχάριστες είναι οι παρούσες απολαύσεις, επιλέγοντες σκοπίμως την ηρεμία, πρέπει να ζήσουμε βαθέως ευγνώμονες προς την φύση και την ζωή που αυτή ακαταπαύστως μας προσφέρει. Έτσι θα γνωρίζουμε πώς να ανεύρουμε ευχαρίστηση και χαρά.
Ο διαλογισμός του θανάτου μας επιτρέπει να αφυπνήσουμε στην ψυχή μια τεραστία ευγνωμοσύνη για το θαυμαστό δώρο της υπάρξεως: «Πείσατε εαυτούς ότι κάθε νέα ημέρα θα είναι η τελευταία σας. Στην συνέχεια, θα λάβετε με ευγνωμοσύνη κάθε απρόσμενη ώρα» [Κουίντου Ορατίου Φλάκκου, «Επιστολών βιβλίον πρώτο» 4, 13.]
Για να προσλάβουμε την αξία της «αναγνωρίζοντες κάθε χρονική στιγμή που εμφανίζεται, ωσάν να ήταν μια απίστευτη ευλογία » [Φιλοδήμου «Περί θανάτου», 4, 38, 24.]
Ο σπουδαίος ιστορικός της φιλοσοφίας Ερνέστος Χόφμαν (1880-1952) αναγνώρισε με αξιοθαύμαστο τρόπο την ουσία της Επικουρείου επιλογής ζωής όταν έγραψε: «Η ύπαρξη πρέπει πρωτίστως να θεωρηθεί ως ένα καθαρόν ατύχημα, ώστε κατόπιν να ημπορέσουμε να την ζήσουμε πλήρως ως ένα μοναδικό θαύμα. Πρέπει κανείς πρώτα απ’ όλα να συνειδητοποιήσει ότι η ύπαρξη, αναποφεύκτως, λαμβάνει χώρα μόνον μία φορά, ώστε στην συνέχεια να ημπορέσει να συνεορτάσει ότι είναι αναντικατάστατο και μοναδικό γύρω από αυτήν» [από το εδάφιον «Επίκουρος» του Χόφμαν, στην «Ιστορία της Φιλοσοφίας» του Μαξ Ντεσαόυερ, Βισμπάντεν, 1925, Α’ τόμος, σελίς 223]
Πρέπει τέλος να επισημανθεί ότι, παρά την εκ του πονηρού αυθαίρετο διασύνδεση του Επικούρου με την μαρξιστική πλάνη και τις κατά καιρούς αστήρικτες κατηγορίες για αθεΐα, η ευσέβεια του φιλοσόφου υπήρξε παροιμιώδης.
Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει καθοριστικώς περί του μεγάλου Αθηναίου στο έργον του «Βίοι Φιλοσόφων»:
ΤΗΣ ΜΕΝ ΓΑΡ ΠΡΟΣ ΘΕΟΥΣ ΟΣΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΠΑΤΡΙΔΑ ΦΙΛΙΑΣ ΑΛΕΚΤΟΣ Η ΔΙΑΘΕΣΙΣ ! ( «Διότι η προσφορά της ευλαβείας του προς τους Θεούς και της αγάπης του προς την Πατρίδα ήταν απερίγραπτη».)
Α. Κωνσταντίνου