ΠΕΡΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ 

‘ Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά – σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά ”   

Κάποια απλά λοιπόν και λιγοστά λόγια είναι το ζητούμενο, όπως λέει κι ο ποιητής. Αλλά λόγια που να ψηλαφούν την αλήθεια και που μακάρι να μην πέφτουν στην ύβρη του δόγματος που φιλοδοξεί να κλείσει τα πάντα μέσα στα όρια της ανθρώπινης γλώσσας και λογικής.

Γιατί με τη γλώσσα τα πράγματα θα πάρουν σχήμα και όρια σαφή μα δεν θα φανερωθούν στην ολότητά τους. Και γιατί τόσο στο λόγο όσο και στη σιωπή υπάρχουν πράγματα που φανερώνονται και άλλα που αποκρύπτονται.
Παρόλο που η πίστη στη δύναμη της σιωπής ηχεί γενικά σαν μειονέκτημα ή ως αποδοχή ήττας, υπάρχει κάτι πιο δυνατό από το να κρατάς τη δύναμή σου; Να γνωρίζεις ότι μπορείς να νικήσεις με το λόγο και όμως να σιωπάς;
Γιατί ίσως δεν έχει νόημα πια «στην πολιτεία που έγινε πορνείο και μαστροποί και πολιτικιές διαλαλούν σάπια θέλγητρα», να προσπαθείς να αντιδιαστείλεις το δικό τους ψέμα από την αλήθεια της ζωής για να τους εκθέσεις και να καταδείξεις το σκοτεινό τους πρόσωπο.

Τι πιο δυνατό από τη σιωπή του Τηλέμαχου που μπροστά στους μνηστήρες νικά το θυμό του και δεν αποκαλύπτει την επιστροφή του Οδυσσέα, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για αυτό.
Τι πιο εύγλωττο από το σιωπηλό βλέμμα του Ιησού ενώπιον του αμφίστομου ερωτήματος του Πιλάτου περί του «τι εστίν αλήθεια»;
Ποτέ δεν θα πάψει να ακούγεται εκείνη η σιωπή απέναντι σε ανθρώπους έτοιμους να διαπράξουν το υπέρτατο ανοσιούργημα: να ανταποδώσουν μίσος και θάνατο σε Αυτόν από τον οποίο μόνο αγάπη και ευεργεσίες εισέπραξαν.
Εκεί, στο Πραιτώριο και ενώπιον της οργής των αρχιερέων, σιωπά. Γιατί γνωρίζει πως τη στιγμή αυτή η αλήθεια δεν έχει το μέτρο της ρητορείας, μιας και οι άνθρωποι ούτε θέλουν ούτε αντέχουν να την ακούσουν.
«Ει τις ουκ ωφελείται εν τη σιωπή μου, ουδέ εν τω λόγω μου ωφεληθήναι έχει», θα πει χαρακτηριστικά ο ασκητής αββάς Παμβώ.

Αλλά αυτό απαιτεί κίνητρα όχι ωφελιμιστικά αλλά απεγκλωβισμό από την ατομικότητα του μαζανθρώπου. Απαιτεί απόρριψη της ευμάρειας, της άνεσης και της ασφάλειας. Απαιτεί ετοιμότητα θυσιαστική ακόμη και της ίδιας της ζωής αλλά ποτέ της προσωπικότητας. Απαιτεί ως σκοπό της ύπαρξης την ενεργοποίηση της συνείδησης και τη διεύρυνση της γνώσης ως την αποκάλυψη της αλήθειας.
Απαιτεί τις λιγοστές μα άγρυπνες εκείνες συνειδήσεις που πάντοτε ταξίδευαν στο ηθικό στερέωμα της ιστορίας μας και όχι αυτούς που προτείνουν σαν λύση να μπολιάσουμε ένα σαπισμένο απ’ τη ρίζα δέντρο.

Μια υποψία Πίστης λοιπόν είναι που μας απελευθερώνει από το χρόνο και συγκρατεί αυτόν τον κόσμο, όπου «όλα τ’ αλέθουν οι μυλόπετρες και γίνουνται άστρα». Και αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να ειπωθεί ή να γραφεί.

Αρκεί μόνο να μην ξεχάσουμε τους στίχους του ποιητή:
Όλοι βλέπουν οράματα / κανείς ωστόσο δεν τ’ ομολογεί˙ / πηγαίνουν και θαρρούν πως είναι μόνοι. / …. / Μη σπαταλάς την πνοή που σου χάρισε τούτη η ανάσα
Δεν είσαι μόνος!

Βασίλειος Κωστόπουλος

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok