Όταν ο πρεσβευτής της Ιταλίας Γκράτσι επισκέφθηκε κείνο το πρωινό τον Μεταξά, προκειμένου να του επιδώσει το ιταμό τελεσίγραφο, με το οποίο η φασιστική Ιταλία ζητούσε να της παραδώσουμε τα ιερά μας εδάφη, εκείνη την κρίσιμη στιγμή αντήχησε το ΟΧΙ της τιμής με τα λόγια “Alors, c’est la guerre” (Έχουμε πόλεμο λοιπόν).
Με την απόκοσμη εκείνη φωνή μιλούσαν τρεις χιλιάδες χρόνια δοξασμένης ιστορίας, ενενήντα γενιές ηρώων με τη συνέχεια της φυλετικής και εθνικής μας πορείας μέσα στο χρόνο.
Όταν στις 5.30 το πρωί οι ιταλικές πυροβολαρχίες άρχισαν το σφοδρό τους καταιγισμό, όλος ο κόσμος σ’ Ανατολή και Δύση, περίμενε με κρατημένη την ανάσα του τη σύντομη υποταγή μας στο σιδερόφρακτο επιδρομέα.
Όμως εμείς δεν λυγίσαμε…τα βάλαμε με οκτώ εκατομμύρια λόγχες, έχοντας σαν μοναδική αρματωσιά την αθάνατη ελληνική ψυχή, την ασυγκράτητη τόλμη και το ασίγαστο πάθος για το θάνατο ως την ύστατη προσφορά στην πατρώα γη.
Ο Ελληνικός Στρατός σ’ αυτό τον πόλεμο δεν είχε να αγωνιστεί μόνο εναντίον ενός αντιπάλου, που υπερείχε σε δύναμη και ισχύ πυρός, αλλά και εναντίον των στοιχείων της φύσεως.
Οι επιχειρήσεις διεξάγονταν κυρίως σε μεγάλα υψόμετρα, όπου τα όρη ήταν σκεπασμένα με χιόνια, με πολύ περιορισμένες και δύσβατες οδούς και ατραπούς, που εμπόδιζαν τις διακομιδές και τους ανεφοδιασμούς.
Το δριμύ ψύχος στα υψηλότερα σημεία άρχισε από τα τέλη Νοεμβρίου 1940 και εξακολούθησε μέχρι τις 20 Μαρτίου 1941.Υπήρξαν περιπτώσεις, που η θερμοκρασία έπεσε στους 37 βαθμούς Κελσίου κάτω από το μηδέν.
Επίσης χιόνι έπεσε στα ορεινά του μετώπου και κατά το διάστημα από τις 8 μέχρι τις 14 Απριλίου 1941.Σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις των παλαιοτέρων κατοίκων της περιοχής του μετώπου και των μετόπισθεν, ο χειμώνας του 1940-41 ήταν ο πιο πρόωρος και βαρύς κατά τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια.
Ο ορεινός αγώνας, που διεξήχθη για μεγάλο χρονικό διάστημα, με τις προαναφερόμενες δυσμενείς καιρικές συνθήκες και η μη έγκαιρη μελέτη και λήψη των απαραιτήτων σχετικών μέτρων, είχαν σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση κρυοπαγημάτων από τις αρχές Δεκεμβρίου 1940.Ο αριθμός αυτών των περιστατικών συνεχώς αυξανόταν και μάλιστα από τα μέσα του ίδιου μήνα σε βαθμό ανησυχητικό, ώστε οι απώλειες υγείας από κρυοπαγήματα να υπερβαίνουν τις απώλειες τραυματιών.
Τα μεγάλα και ηρωικά κατορθώματα των Ελλήνων στα κακοτράχαλα βουνά της Αλβανίας, στις φουρτουνιασμένες θάλασσες του Ιονίου, της Αδριατικής και του Αιγαίου, στη Μέση Ανατολή, στο Τομπρούκ και το Ελ Αλαμέιν, είναι εν πολλοίς γνωστά (ή οφείλουμε να τα γνωρίζουμε) αγνοούμε όμως ή έχουμε ελάχιστα ακούσει ή διαβάσει για τους αφανείς αυτούς ήρωες του Σαράντα, τους γιατρούς, τις νοσηλεύτριες και τους τραυματιοφορείς, που με τη ρωμαλέα συνείδηση της εθνικής τους αποστολής και της ανθρωπιστικής αλληλεγγύης, την ακατάβλητη αλκή και την εκπληκτική περιφρόνηση του κινδύνου, πρόσφεραν πολυάριθμες και ανεκτίμητες υπηρεσίες στους προκεχωρημένους υγειονομικούς σχηματισμούς του μετώπου, στα ορεινά χειρουργεία, στα πλωτά νοσοκομειακά πλοία και στα στρατιωτικά νοσοκομεία.
Αυτούς τους φαντάρους, τους παγωμένους από το κρύο, τους πεινασμένους, τους ψειριασμένους, τους ακρωτηριασμένους, αυτούς που είχαν ως μοναδικό μεταφορικό μέσο τα πόδια τους και κάποια γαϊδουράκια, αυτούς τους «άγνωστους-γνωστούς», που φώναζαν «Αέρα» και τίμησαν την ελληνική σημαία μας, όσο λίγοι. Και μαζί μ’ αυτούς και ένας ολόκληρος λαός, που τους στήριζε ολόψυχα σε κάθε τους βήμα με κάθε μέσο.
Αυτή η σεμνή ανδρεία όλων όσοι πολέμησαν δεν πήγαζε από την άγνοια του κινδύνου, ούτε από έλλειψη φόβου… εξάλλου, το αίσθημα του φόβου το έχουν ακόμη και οι ήρωες. Ανάβλυζε μέσα από το αίσθημα της τιμής και τη συναίσθηση του χρέους απέναντι στην πατρίδα και την αγάπη προς την ελευθερία.
Μέσα στον αυστηρό πολεμικό κατάλογο του μετώπου, σαν απαλή πινελιά φαντάζουν οι υγειονομικοί σχηματισμοί.
Στα δεκάδες χειρουργεία εκστρατείας, που στήθηκαν για τις ανάγκες του πολέμου, αλλά και στην πρώτη γραμμή, οι Έλληνες Υγειονομικοί, μόνιμοι, επίστρατοι και εθελοντές έγραψαν με αυτοθυσία το δικό τους έπος, περιθάλποντας χιλιάδες τραυματίες και διακομίζοντας ένα τεράστιο αριθμό απωλειών υγείας με υγειονομικούς συρμούς, πλωτά νοσοκομειακά πλοία, αυτοκίνητα, ζώα και άλλα διαθέσιμα μέσα στα πρόσκαιρα και μόνιμα νοσοκομεία της επικράτειας κάτω από πραγματικά αντίξοες συνθήκες.
Τί άλλο αξίζει παρά ευλάβεια και σεβασμός στις γενναίες εκείνες γυναίκες της Πίνδου και στις αδελφές-νοσοκόμες. Μορφές ασκητικές οι πρώτες, χαρακωμένες από τη στέγνα των γρανιτένιων βράχων, κουβαλούσαν στους ώμους τους πυρομαχικά και εφόδια εκεί, που δεν μπορούσαν ν’ ανέβουν τα μεταγωγικά και τα μουλάρια μας, πολλές φορές μάλιστα βοηθούσαν και τους πολεμιστές μας για να μετακινούν τα πυροβόλα τους.
Οι δεύτερες, οι μόνιμες νοσηλεύτριες του Στρατού και του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και μαζί μ’ αυτές οι τρεις χιλιάδες και πλέον εθελόντριες, που έδωσαν την ψυχή τους στη νοσηλεία των τραυματιών και ασθενών του πολέμου… Και δέκα τέσσερις απ’ αυτές, ακόμη και τη ζωή τους!
Η πρώτη συμμετοχή στρατιωτικού νοσοκομείου στον πόλεμο του Σαράντα ήταν αυτή του Ναυτικού Νοσοκομείου του Πειραιά, που κλήθηκε να νοσηλεύσει τους τραυματίες του τορπιλισμού της «Έλλης».
Με την έναρξη των εχθροπραξιών στο αλβανικό μέτωπο, η Υγειονομική μας Υπηρεσία, πλήρως οργανωμένη και εφοδιασμένη με έμψυχο και άψυχο υλικό, λειτούργησε αποδοτικά και αποτελεσματικά σε όλα τα επίπεδα περίθαλψης, από την περισυλλογή των τραυματιών στους προκεχωρημένους σταθμούς επίδεσης μέχρι την υπέρβαση των μεγάλων δυσκολιών των διακομιδών και τις επιτυχημένες χειρουργικές επεμβάσεις που εκτελούνταν στα ηρωικά ορεινά χειρουργεία του μετώπου.
Πρόσκαιρα στρατιωτικά νοσοκομεία αναπτύχθηκαν στην Άρτα, στο Αγρίνιο, στη Φλώρινα, στην Κορυτσά και στους Αγίους Σαράντα, ενώ αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των νοσηλευτικών κλινών στα νοσοκομεία της χώρας μας, τα οποία επιτάχθηκαν για τις ανάγκες του πολέμου.
Στα μετόπισθεν, το Στρατιωτικό Νοσοκομείο των Ιωαννίνων, που στεγάστηκε στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία, αποτέλεσε το προωθημένο νοσηλευτικό κέντρο του πολέμου, στο οποίο, κατά τη διάρκεια βομβαρδισμού, στις 20 Απριλίου του 1941, ανήμερα της εορτής του Πάσχα, βρήκε ηρωικό θάνατο ο διευθυντής του, ο έφεδρος πλωτάρχης ιατρός Ξενοφών Κοντιάδης, καθηγητής της Χειρουργικής του Παν/μίου Αθηνών, ενώ χειρουργούσε τραυματία στρατιώτη. Και η ειρωνεία της τύχης… ο χειρουργημένος τραυματίας σώθηκε όταν σκεπάστηκε από το σώμα του Κοντιάδη, που έπεφτε νεκρός από τις ριπές γερμανικού «στούκας».
Το έργο της Υγειονομικής Υπηρεσίας υπήρξε υπερβολικά δυσχερές, εξαιτίας διαφόρων δυσμενών παραγόντων, οι κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής:
Ο αντίπαλος διέθετε τεράστια υπεροχή στον αέρα και στα οπλικά συστήματα, δεν συμμορφωνόταν τις περισσότερες φορές με τις διεθνείς συμβάσεις διεξαγωγής του πολέμου, βομβαρδίζοντας έτσι υγειονομικούς σχηματισμούς και νοσοκομεία παρά τα εμφανή σήματα του Ερυθρού Σταυρού, με αποτέλεσμα οι διακομιδές των απωλειών υγείας να πραγματοποιούνται τη νύκτα με όλα τα δυσμενή επακόλουθα στην υγεία των διακομιζομένων.
Ο γεωγραφικός χώρος, στον οποίο διεξαγόταν οι πολεμικές επιχειρήσεις, είναι πολύ ορεινός με δύσκολα και σε πολλές περιοχές ανύπαρκτα, εκείνη την εποχή, δρομολόγια ακόμα και για τους πεζούς, με συνέπεια οι διακομιδές να γίνονται με πολύ βραδείς ρυθμούς. Αν μάλιστα στα παραπάνω προστεθούν και οι ιδιαίτερα σκληρές καιρικές συνθήκες που επικράτησαν στο βορειοηπειρωτικό μέτωπο, από τις αρχές Δεκεμβρίου του 1940 μέχρι τα μέσα Μαρτίου του 1941, τότε εύκολα γίνεται αντιληπτό το μέγεθος των προβλημάτων που αντιμετώπισε στο σύνολό του ο Στρατός μας και ιδιαίτερα η Υγειονομική του Υπηρεσία. Σε πολλές μάλιστα περιοχές του μετώπου, το ύψος του χιονιού ξεπερνούσε το ένα με ενάμιση μέτρο και το ψύχος ήταν σχεδόν πολικό με θερμοκρασίες να πέφτουν στους 15 με 20 βαθμούς κάτω από το μηδέν.
Αυτό είχε ως επακόλουθο τη μεγάλη αύξηση του αριθμού των κρυοπαγημάτων, εξαιτίας των οποίων ορισμένες στρατιωτικές μονάδες αποδιοργανώθηκαν πλήρως. Η μαζική εμφάνιση των κρυοπαγημάτων, τα οποία από την «Κάθοδο των Μυρίων» και μέχρι και σήμερα αποτελούν διαχρονικό πρόβλημα της Στρατιωτικής Ιατρικής, αποτέλεσε ίσως τη μεγαλύτερη δυσχέρεια που αιφνιδίασε την Υγειονομική μας Υπηρεσία, για την αντιμετώπιση της οποίας οι γιατροί κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες.
Στον τομέα της Υγειονομικής Υπηρεσίας, εξαιτίας του αγώνα σε ιδιαίτερα ορεινό έδαφος, αρχικά παρουσιάστηκαν πολλές δυσχέρειες και προβλήματα.
Από την Έκθεση του Διευθυντή της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου (ΤΣΗ), από τις 18 Δεκεμβρίου 1940 μέχρι τη διάλυσή του, διαβάζουμε:
«… Η φύσις του εδάφους και η τακτική του πολέμου ιδίως με τας αεροπορικός επιδρομάς, ως και αι εκτάσεις των τομέων εκάστης μεραρχίας εκώλυον την ταχείαν και έγκαιρον ιατρικήν περίθαλψιν των τραυματιών και ασθενών …».Στη συνέχεια όμως, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του Στρατού ενισχύθηκαν τα στρατιωτικά νοσοκομεία, δημιουργήθηκαν νέα, αναπτύχθηκαν νοσηλευτικοί σχηματισμοί εκστρατείας, ορεινά χειρουργεία, μετακινήθηκαν ανεφοδιαστικά όργανα και συστάθηκαν ειδικά σώματα διακομιδής. Οι διακομιδές πραγματοποιούνταν κατ’ ανάγκη τη νύχτα για την αποφυγή των αεροπορικών επιδρομών, με αποτέλεσμα τις γνωστές δυσμενείς επιπτώσεις για τους διακομιζόμενους και το προσωπικό.
Τέλος, η υγειονομική υποστήριξη των μαχομένων υπήρξε αρκετά ικανοποιητική και με τη βοήθεια του Υπουργείου Εθνικής Πρόνοιας, την εθελοντική προσφορά υπηρεσιών των Αδελφών Νοσοκόμων, του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, διαφόρων οργανώσεων και συλλόγων και τέλος πολλών επώνυμων και ανώνυμων Ελληνίδων.
Ένα άλλο σοβαρότατο πρόβλημα που δημιουργήθηκε και στους δύο αντιμαχόμενους εξαιτίας του ορεινού εδάφους, του ύψους του χιονιού και του πολικού ψύχους που επικρατούσε, ήταν τα κρυοπαγήματα που τις περισσότερες φορές προκαλούσαν μεγαλύτερες απώλειες απ’ αυτές των σκληρών μαχών (25.000 Έλληνες – 22.000 Ιταλοί παγόπληκτοι). Στην Έκθεση της Διευθύνσεως Υγειονομικής Υπηρεσίας του Γενικού Στρατηγείου αναφέρεται συγκεκριμένα:
«… Καθ’ όλον το εξάμηνον διάστημα διεκομίσθησαν εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) σχεδόν τραυματίαι, παγόπληκτοι και ασθενείς ήτοι αναλυτικώς τριάκοντα χιλιάδες (30.000) περίπου τραυματίαι, είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) παγόπληκτοι και είκοσι χιλιάδες (20.000) ασθενείς… ».
Από ελληνικής πλευράς, παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό, το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με επιτυχία με τη χρήση λιπαντικών ουσιών και ειδικών μάλλινων επιδέσμων και καλτσών, που κατά χιλιάδες οι Ελληνίδες κάθε ηλικίας έπλεκαν και έστελναν στο μέτωπο.
Τον Νοέμβριο του 1940 ο ελληνικός στρατός είχε αποκρούσει τους Ιταλούς και πέρασε στην αντεπίθεση. Οι Έλληνες κατέλαβαν διαδοχικά την Κορυτσά, την Μοσχόπολη, το Πόγραδετς, το Αργυρόκαστρο, τη Χειμάρρα και άλλες περιοχές. Η επέλαση στην Αλβανική ενδοχώρα έφθασε έως και 80 χιλιόμετρα. Την προέλαση του ελληνικού στρατού στο έδαφος της Β. Ηπείρου ακολουθούσαν γιατροί, νοσηλευτές και νοσοκόμες που έστηναν στα πεδία των μαχών τα λεγόμενα «ορεινά χειρουργεία». Με τα λιγοστά μέσα που είχαν προσπαθούσαν να επουλώσουν τα τραύματα των φαντάρων. Ήταν οι άγνωστοι ήρωες του πολέμου που έσωσαν πολλές ζωές και θα έσωζαν περισσότερες αν είχαν καλύτερη ιατρική υποδομή.
Η μετακίνηση των ορεινών χειρουργείων ήταν συνεχής κάτω από αντίξοες συνθήκες. Κινούνταν συγχρόνως με τις ελληνικές δυνάμεις μέσα από δύσβατα βουνά και χιονισμένες οροσειρές κατά τη διάρκεια του βαρύ χειμώνα.
Το υγειονομικό διέσχιζε τα απόκρημνα φαράγγια με μουλάρια, έμπαινε με τη χλαίνη μέχρι το στήθος μέσα στα παγωμένα νερά και έκαναν ότι ήταν αναγκαίο για να περιθάλψουν τους τραυματίες του μετώπου.
«Ο πατέρας μου ως γιατρός σε ορεινό χειρουργείο, άκουγε συνεχώς τους στρατιώτες να βογγάνε, άλλοι έζησαν, άλλοι πέθαναν. Μέσα σε αυτό το άγριο τοπίο του πολέμου, οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό έκαναν τα πάντα για να σώσουν όσες πιο πολλές ζωές μπορούσαν», διηγείται ο Σπέτσιος Ιάκωβος, τέως πρέσβης.
Αντίπαλος τα κρυοπαγήματα και οι ακρωτηριασμοί Το νοσηλευτικό προσωπικό έστηνε τα πρόχειρα χειρουργεία μέσα στα χιόνια. Αντίπαλος τους ήταν και το δριμύ ψύχος που προκαλούσε κρυοπαγήματα στους στρατιώτες και στη συνέχεια ακρωτηριασμούς. Οι πληγωμένοι στρατιώτες μεταφέρονταν με ημιόνους στο χειρουργείο
Σύμφωνα με την ιστορικό Ελένη Δημητρίου «οι στρατιώτες ήταν εντελώς ανέτοιμοι για τα κρυοπαγήματα, δεν γνώριζαν πώς να τα αντιμετωπίσουν και για να γιατρευτούν πλησίαζαν τα πόδια τους κοντά στη φωτιά».
Οι οδηγίες του Ερυθρού Σταυρού ήταν οι εξής:
«Πρέπει το βράδυ μετά την πορεία να βγάλετε τις κάλτσες από τις αρβύλες με τις οποίες περπατήσατε και να βάλετε ένα άλλο ζεύγος κάλτσες στεγνές ή ζεστές που θα έχετε φυλαγμένες μέσα στο αμπέχονό σας.
Το κυριότερο είναι να αερίζονται τα πόδια σας μετά από κάθε πορεία, αλλιώς πρήζονται».
Οι οδηγίες ήταν σαφείς: «πρέπει να αλείφετε τα πόδια σας τακτικά με οτιδήποτε χοιρινό ή άλλο.
Αν τα πόδια σας αρχίζουν να παγώνουν και δεν τα αισθάνεστε πρέπει να βγάλετε τις κάλτσες και να τα τρίψετε με χιόνι. Να τα βάλετε σε κρύο νερό και να τα στεγνώσετε καλά πριν ξαναβάλετε τις κάλτσες και τις αρβύλες».
Δυστυχώς όσο εύκολο είναι να γραφτούν οι οδηγίες τόσο δύσκολο είναι να εφαρμοστούν.
«Οι γιατροί στο μέτωπο έκοβαν συνέχεια μέλη, παγωμένα από το κρύο για να προλάβουν την γάγγραινα και χειρουργούσαν τους τραυματίες στρατιώτες κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, με τρομερές ελλείψεις φαρμάκων» τονίζει ο κ. Σπέτσιος
«Μετά από λίγο καιρό η εντολή άλλαξε και με το πρώτο φούσκωμα ή πρήξιμο των ποδιών, έστελναν τους φαντάρους στα μετόπισθεν. Ήταν όμως αργά αργά γιατί ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτών είχαν χάσει τα πόδια τους» προσθέτει η κ. Δημητρίου.
Ο Ερυθρός Σταυρός και οι Νοσηλεύτριες Ερυθροσταυρίτισσες το 1940
Το 1935 ιδρύθηκε το πρώτο Κέντρο Υγείας στην Αθήνα, στην περιοχή Αμπελοκήπων. Πρώτη Διευθύνουσα του Κέντρου τοποθετήθηκε η Ευριδίκη Αποστολάκη, που εκπαιδεύτηκε σαν Επισκέπτρια Αδελφή Υγιεινής στο Παρίσι.
Το 1938 ιδρύθηκε στην Υγειονομική Σχολή Αθηνών στους Αμπελοκήπους, η Σχολή Επισκεπτριών Αδελφών και Νοσοκόμων, με πρώτη διευθύνουσα την Ελένη Βασιλοπούλου, την οποία στη συνέχεια διαδέχτηκε η Ευριδίκη Αποστολάκη. Στον πόλεμο του 1940 οι Αδελφές εργάστηκαν υποδειγματικά κάτω από δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες.
Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός παρέχει νοσηλευτική φροντίδα, στελεχώνει νοσοκομειακές μονάδες και σταθμούς πρώτων βοηθειών για την περίθαλψη των τραυματιών, διοργανώνει συσσίτια και διανέμει κουβέρτες και είδη ρουχισμού. Σε μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, υποκαθιστά, στην ουσία, το κράτος προσφέροντας υπηρεσίες πρόνοιας και διαθέτοντας τις υποδομές του για τη στήριξη του ελληνικού λαού μέσα στις κακουχίες του πολέμου και της επώδυνης Κατοχής.
Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός όπως ήταν φυσικό και όπως προβλέπεται από τις Συμβάσεις της Γενεύης ήρθε συμπαραστάτης και βοηθός στην Υγειονομική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατεύματος. ΄Έθεσε στη διάθεση του μαχόμενου Στρατού, χειρουργεία εκστρατείας, ένα νοσοκομείο διακομιδής, το Νοσοκομείο του στην Αθήνα και το τμήμα του στη Θεσσαλονίκη.
Έγινε ο διαμεσολαβητής της διεθνούς ανθρωπιστικής βοήθειας από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό προς τον άμαχο πληθυσμό. Συγκρότησε το Σώμα Αδελφών Νοσηλευτικής που πρόσφερε πολύ μεγάλη συνδρομή στη λειτουργία των Νοσηλευτικών Σχηματισμών. Συνολικά διατέθηκαν περίπου 2800 Εθελόντριες Αδελφές και Νοσηλευτικά Στελέχη. Οι υπηρεσίες τους ήταν πολυτιμότατες στη ζώνη των πρόσω όπου οι τραυματίες, οι ασθενείς και οι κρυοπαγημένοι μαχητές έβρισκαν τη θερμή μητρική στοργή και περίθαλψη.
Κυρίες και δεσποινίδες προερχόμενες από το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και αρκετές με πολλές ανέσεις και οικονομική ανεξαρτησία εγκατέλειψαν την άνετη ζωή, παρακολούθησαν ένα ταχύρρυθμο εκπαιδευτικό πρόγραμμα και προσέτρεξαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για να απαλύνουν τον πόνο των ηρωικών μαχητών.
Ο μικρός αυτός στρατός συναγωνιζόμενος σε ενθουσιασμό, επιμέλεια και εργατικότητα τις μόνιμες Αδελφές του Στρατού νοσήλευσε 55.000 τραυματίες και ασθενείς στρατιώτες κατά τη διάρκεια του πολέμου σε 58 Στρατιωτικά Νοσοκομεία, σε πολυάριθμους Υγειονομικούς Σταθμούς, σε Ορεινά Χειρουργεία του Μετώπου, σε Νοσοκομεία Εκστρατείας, σε Νοσοκομεία Διακομιδής, σε Υγειονομικούς Σιδηροδρομικούς Συρμούς, σε 4 πλωτά Νοσοκομεία, σε Κέντρα Διαλογής, σε Σταθμούς Πρώτων Βοηθειών και Παθητικής Αεράμυνας.
Αλλά και στη ζώνη των μετόπισθεν η παρουσία των Εθελοντριών ήταν ουσιαστική σε όλους τους Υγειονομικούς Σχηματισμούς του Στρατού, όπως οι Γωνιές του Τραυματία, το Δέμα του Στρατιώτη, το Γραφείο Αιχμαλώτου και το τμήμα Ψυχαγωγίας του Στρατιώτη.
Την τεράστια ευθύνη της προετοιμασίας του σχεδίου επιστράτευσης των Εθελοντριών και της εφαρμογής του είχαν τα Νοσηλευτικά Στελέχη με κορυφαία την Αθηνά Μεσολωρά.
Αν η εργασία του Νοσηλευτικού Προσωπικού είναι τόσο δύσκολη και τόσο απαιτητική σε δυνάμεις, χρόνο και μέσα στους ήσυχους καιρούς ο καθένας μπορεί να φανταστεί τι ηρωισμός χρειάζεται να καλυφθούν οι νοσηλευτικές ανάγκες πολιτών και στρατεύματος σε περιόδους πολέμου κάτω από την απειλή των βομβαρδισμών σε χώρους ακατάλληλους για νοσηλεία ασθενών και τραυματιών και με ελάχιστα μέσα.
Παντού όπου εργάστηκαν οι Αδελφές του Ερυθρού Σταυρού πρόσφεραν με αυταπάρνηση ανεκτίμητες υπηρεσίες, ξαγρύπνησαν, ταλαιπωρήθηκαν, αποκλείσθηκαν από τα χιόνια, δέχθηκαν εχθρικές αεροπορικές επιθέσεις, αιχμαλωτίστηκαν και κάποιες από αυτές έδωσαν και τη ζωή τους. Οι γενναίες αυτές Ελληνίδες Ερυθροσταυρίτισσες αντιμετώπισαν άξια τις οξυμένες νοσηλευτικές ανάγκες πρόσφεραν κουβέρτες για ζεστασιά, σκηνές για στέγαση, τρόφιμα στους πεινασμένους, εμβολιασμοί για πρόληψη, φάρμακα για τους αρρώστους, έδεσαν τραύματα και φρόντιζαν τα κρυοπαγημένα πόδια των ηρώων στρατιωτών.
Οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό έκαναν τα πάντα για να σώσουν ζωές. Όσοι πέθαιναν στα χειρουργεία, δεν τους γύριζαν στα μετόπισθεν αλλά τους έθαβαν σε πρόχειρους ομαδικούς τάφους ή στα χωράφια που ήταν το νοσοκομείο, σκεπάζοντας τους με χιόνι και χώμα. Σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή του μετώπου, Αγαθοκλή Παναγούλια: «Τους έθαβαν ακόμα και σε ναούς αν το χωριό ήταν χριστιανικό. Οι γιατροί ακολουθούσαν την προέλαση και σε κάθε σημείο από το οποίο έφευγαν έθαβαν πρόχειρα τους νεκρούς στρατιώτες.
Το γεγονός αυτό εξηγεί πως οι χωρικοί τους έβρισκαν διάσπαρτα θαμμένους στα χωράφια τους». Αντίπαλος των γιατρών ήταν και το δριμύ ψύχος που επέφερε κρυοπαγήματα και τους ανάγκαζε να ακρωτηριάζουν τα παγωμένα από το κρύο μέλη για να προλάβουν τη γάγγραινα. Από την έναρξη του πολέμου έως και τις 28 Απριλίου 1941, οι απώλειες σε νεκρούς και αγνοούμενους στο βορειοηπειρωτικό μέτωπο έφτασαν τους 13.936.
Πάνω από 7.000 παραμένουν «άταφοι» έως σήμερα. Δηλαδή πρόχειρα θαμμένοι στα χωράφια, στις χαράδρες και στα βουνά της Αλβανίας. Σοροί που δεν έχουν εντοπιστεί στο σύνολό τους, οι ελάχιστοι που έχουν αναγνωριστεί δεν έχουν ταυτοποιηθεί και δεν έχει γίνει επίσημη τελετή ταφής και μνήμα….
Το τέλος του πολέμου άφησε πίσω του 13.325 νεκρούς, 62.663 τραυματίες και 1.278 εξαφανισμένους.
Ο ηρωισμός του υγειονομικού σώματος ήταν εφάμιλλος με αυτόν του Πεζικού και των υπόλοιπων σωμάτων.
Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα ότι οι απώλειές του ήταν σε μέγεθος αμέσως μετά από αυτές του Πεζικού.
Με ελάχιστα μέσα, με αυταπάρνηση και έντονη τη διάθεση της αυτοθυσίας, εθελοντές και μόνιμο προσωπικό του Υγειονομικού υπερασπίστηκαν και αυτοί με τη συνεισφορά τους την εδαφική ακεραιότητα και ανεξαρτησία της Πατρίδας μας.
Βασίλης Ιατρίδης
ΠΗΓΕΣ:
1. ΓΕΣ Η υγειονομική υπηρεσία του Στρατού κατά τον πόλεμο 1940-41
2.Κ. Χατζής, «Στοιχεία από τη δράση της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Π.Ν. κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», Ιατρική Επιθεώρηση Ενόπλων Δυνάμεων, τ.22, 1988, σ. 65 – 93.
3. Της Πόπης Κεσίδου, εθελόντριας του παραρτήματος Λάρισας του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού