«ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΚΑΛΛΟΣ»

Ανακοίνωση στο IV διεθνές συνέδριο αισθητικής
γενόμενο στην Αθήνα από 1 – 6 Σεπτεμβρίου 1960 

IΩANNOY ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

«Η ζωή του άνθρωπον δεν είναι μόνον γνώσις και πράξις, αλλά συνάμα και ποιητική ενέργεια, η οποία εκφράζεται συνολικώς με όλα τα είδη της τέχνης. Mε την τέχνην, η οποία εις όλας της τας μορφάς είναι δημιουργία, η ζωή προχωρεί πέρα και από την γνώσιν και από την πράξιν. Η φιλοσοφία ως αισθητική προσπαθεί ν’ αναλύση και να ερμηνεύση το όλον νόημα το οποίον περιέχει η ποιητική, δημιουργική δύναμις του άνθρωπον.
Το πρώτον της ερώτημα είναι: «Έχει η τέχνη σκοπόν, και εάν έχη, ποίος είναι αυτός;» .
Και δεύτερον, ερωτά η φιλοσοφία :« Δύναται ο σκοπός αυτός να κείται έξω της ουσίας της τέχνης ;»

Η απάντησις εις τα ερωτήματα αυτά είναι δυνατόν να ευρεθή διά της απαντήσεως εις ένα ακόμη, τρίτον ερώτημα : «Ποία είναι η εσωτερική ανάγκη η οποία οδηγεί τον άνθρωπον να δημιουργή τέχνην ;»

Η τέχνη δημιουργεί μορφάς και εικόνας και δι’ αυτών γεννά το κάλλος.
Αι μορφαί αυταί είναι εξ ολοκλήρου πλάσματα της φαντασίας, η οποία κινείται μεταξύ των αισθήσεων και της διάνοιας. Αισθήσεις και διάνοια είναι οι δύο κόσμοι οι οποίοι περιβάλλουν την φαντασίαν.
Επειδή η πηγή της τέχνης είναι η ικανότης αυτή του άνθρωπον, είναι φανερόν ότι τα έργα της τέχνης είναι επίσης προβολή των μορφών της φαντασίας εις τους δύο αυτούς κόσμους, εις τον κόσμον των αισθήσεων, όταν πρόκειται περί των εικαστικών τεχνών, εις τον κόσμον της διανοίας και των νοημάτων, όταν πρόκειται περί της τέχνης, του λόγου, της ποιήσεως, της τραγωδίας κλπ.

Η πρώτη ενέργεια της καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι η προβολή μορφών εις τους δύο αυτούς αντικειμενικούς κόσμους, εις τον κόσμον των αισθήσεων και εις τον κόσμον της διανοίας. Διά τούτο, ενώ η πηγή της τέχνης είναι η φαντασία, τα έργα της είναι πραγματικά και προβάλλονται εις τους δύο αυτούς κόσμους. Αυτό είναι το θαύμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Κατά την στιγμήν όμως καθ’ ην γίνεται η προβολή αύτη μιας μορφής εις τον κόσμον των αισθήσεων ή της διανοίας, η ιδία αυτή μορφή μεταμορφώνεται εις σύμβολον.

Ό,τι ήτο απλώς φανταστικόν, τώρα εμφανίζεται ως αναγκαίον, ως εάν υπήρχε τούτο κατά τον αυτόν τρόπον, καθ’ ον υπάρχουν όλα τα άλλα όντα, ενώ η τέχνη είναι δημιούργημα της ελευθερίας του πνεύματος του Ανθρώπου.
Έτσι καθ’ ηv στιγμήν ο Άνθρωπος θεάζεται το έργον της τέχνης και γεύεται την ούσίαν του ζη μέσα εις την αυταπάτην, ότι τούτο είναι τόσον αναγκαίον και πραγματικόν και γίνεται όπως και όλα τα άλλα φυσικά όντα.
Το εργον της τέχνης είναι ειδικόν, είναι ένα και ανεπανάληπτον, υπάρχει μόνον μία φορά. Με το εργον της τέχνης η ζωή υψώνεται πάνω από το παροδικόν, η ζωή απαθανατίζεται, ο χρόνος σταματά εις ώρισμένας στιγμάς, όπου μέσα ο άνθρωπος εγγίζει την αιωνιότητα. Το πεπερασμένον, δηλαδή το έργον της τέχνης, περιέχει μέσα του το άπειρον, το ειδικόν έχει μέσα του την σημασίαν και την πυκνότητα τον αιωνίου. Ακριβώς όπως η γνώσις είναι κάτι διαφορετικόν και ξεχωριστόν από την απλήν πραγματικότητα των αισθήσεων και όπως η πράξις υπερβαίνει την απλήν πραγματικότητα έτσι και η τέχνη.

Η ανάγκη συνεπώς ή οποία οδηγεί τον άνθρωπον νά δημιουργήση τέχνην είναι τό γεγονός ότι ό άνθρωπος θέλει να ύψωση ενώπιόν του μορφάς, όπου το εσωτερικόν του είναι, η εσωτερική του ουσία νά είναι ενωμένη με αισθητά σύμβολα, μορφάς όπου να αναγνωρίζη ό ίδιος τον εαυτόν του. Αυτό σημαίνει ότι η ανάγκη ή οποία δημιουργεί τήν τέχνην είναι πνευματική. Ο Άνθρωπος επιθυμεί, ποθεί να ιδή την ιδέαν της ζωής κατά τρόπον άμεσον, καί νά θεασθή τί είναι ή ζωή εις τό εσωτερικόν της νόημα, τί είναι ή ζωή ως χαρά, ως πόνος, ως δράμα, δηλαδή ως Αγών ελευθερίας. Όλον όμως τούτο τό θέαμα τής ζωής θέλει νά τό ιδή εις τήν μορφήν τού κάλλους, ενωμένον με τό κάλλος, θέλει δηλαδή νά ιδή τήν ζωήν ενωμένην μέ τήν ιδέαν του κάλλους. Τούτο θέλει νά αποκάλυψη ο άνθρωπος με την τέχνην, και αυτός και μόνον είναι ο σκοπός τής τέχνης.

Όλη ή μεγάλη καί υψηλή τέχνη, είτε εργάζεται με τήν ύλην είτε μέ τήν γλώσσαν, είναι ελεύθερα από τήν γνώσιν καί τήν πράξιν, τούτο δέ σημαίνει ότι δεν είναι δεμένη ούτε εις τους νόμους τής λογικής καί τής αντικειμενικής γνώσεως ούτε εις τούς σκοπούς τής πρακτικής, ηθικής ζωής. Καί τούτο διότι, ενώ ή κυρία πηγή τής επιστήμης καί τής πράξεως είναι ό νους, ή κυρία πηγή τής τέχνης είναι ή φαντασία. Γνώσις καί φαντασία μάς προστατεύουν ή κάθε μία από τήν άλλην. Ή υψηλή τέχνη—όλη ή περιοχή τής ποιήσεως, ή όποια περιλαμβάνει, κατά Πλάτωνα, όλας τας τέχνας — έχει τον εσωτερικόν της νόμον καί κανείς άλλος νόμος δεν είναι δυνατόν νά τής επιβληθή έξωθεν.
Ή τέχνη έχει τούς εσωτερικούς σκοπούς της καί αποτελεί αυτόνομον καί αυτοδύναμον σφαίραν τής ζωής.

Γνώσις καί πράξις δίδουν ή κάθε μία εις τον άνθρωπον μίαν ωρισμένην ελευθερίαν. Μέ τήν ποιητικήν του δημιουργίαν όμως ο άνθρωπος αποκτά μίαν τρίτην ελευθερίαν, διαφορετικήν από εκείνην που τού δίδει ή γνώσις καί από εκείνην πού τον χαρίζει ή πράξις. Τούτο σημαίνει ότι ο άνθρωπο μέσα εις τό ειδικόν αποκρυστάλλωμα, το οποίον ονομάζομεν εργον τέχνης και τό όποιον έχει σαφώς πεπερασμένα όρια, προσπαθεί νά ενώση τό αθά-νατον μέρος τού είναι του μέ τήν μορφήν τού κάλλους.

Τό πάθος, δηλαδή ή άλογη δύναμις ή οποία δημιουργεί μορφάς, είναι τό πρώτον κινούν τής τέχνης, ενώ τό πρώτον κινούν τής επιστήμης είναι ή θεωρία. Συνάμα όμως καί ή τέχνη καί ή Επιστήμη είναι αγωνίσματα ελευθερίας τής ζωής καί ή κάθε μία είναι ένας χωριστός σκοπός τής ζωής. Τούτο σημαίνει ότι καμμία από αυτάς δεν πρέπει νά τείνη νά εξέλθη από τον εαυτόν της. Ή επιστήμη δεν πρέπει ποτέ νά προσπαθή νά γίνη τέχνη, καί ομοίως ή τέχνη δεν πρέπει νά προσπαθή νά γίνη επιστήμη, διότι τούτο θα ήτο νοθεία, ενώ ή κάθε μια χωριστά είναι τω όντι, μία αυτόνομη ενέργεια τής ζωής. Η τέχνη σώζει τό κάλλος τής ζωής, υψώνουσα τούτο ακόμη υψηλότερον, ως τήν ιδέαν του κάλλους, ενώ ή επιστήμη σώζει τήν αλήθειαν τής ζωής, δηλαδή τήν γνώσιν.

Εξ άλλου, τό κάλλος τής τέχνης δέν είναι κατ’ ουδένα τρόπον μίμησις του φυσικού κάλλους, άλλα είναι κάλλος γεννώμενον από το πνεύμα του ανθρώπου. Ακριβώς όπως τό πνεύμα τού ανθρώπου είναι υπεράνω τής απλής φυσικής αναγκαιότητος και της τυφλής υπακοής είς τον φυσικόν νόμον, έτσι καί το κάλλος τής τέχνης είναι ανώτερον τού φυσικού κάλλους.

Η μουσική τού ανθρώπου καί ή τέχνη τού λόγου, ή αρχιτεκτονική του καί γενικώς η όλη τέχνη ως δημιουργία τού πνεύματος, είναι παρουσία ελευθερίας, ενώ ό, τι υπάρχει εκ φύσεως τούτο είναι «κατ’ ανάγκην», δηλαδή ανελεύθερον. Διά τον άνθρωπον ό, τι αξίζει είναι ή ελευθερία και τα αγωνίσματά της.

Τό πνεύμα όμως τής τέχνης, όπως καί τ’ άλλα συγγενικά του πνεύματα, ή φιλοσοφία καί ή θρησκεία, δεν φανερώνεται ποτέ κατά τρόπον απόλυτον, αλλά πάντοτε ως τό συγκεκριμένον πνεύμα ενός λαού.Τό έργον τής τέχνης είναι κάτι έμψυχον, καί ή εμψύχωσίς του έρχεται από τήν ψυχήν καί από τό πνεύμα τού λαού του.
Ο καλλιτέχνης υψώνει τό πνεύμα τού λαού του εις περιωπήν καί εις μέγεθος αιώνιον. Καί τούτο ακριβώς αποφασίζει αν ένα καλλιτέχνημα είναι αιώνιον ή όχι.
Μόνον δηλαδή όταν το καλλιτέχνημα δεν έχει κανένα σημάδι, πού νά είναι ταυτοχρόνως καί ψεγάδι από τήν υποκειμενικότητα του λειτουργού τής τέχνης, αλλά φανερώνει το αντικειμενικόν πνεύμα του λαού, τό οποίον πριν συγκεντρωθή εις τό έργον τής τέχνης ήταν σκόρπιο — μόνον τότε είναι έκφρασις αληθινή τού αιωνίου κάλλους, μόνον τότε φανερώνει είς ημάς τό πρόσωπον τού Θεού.

Ούτε τό ατομικόν, το εγωκεντρικόν, ούτε τό δημαγωγικόν στοιχείον έχει θέσιν εις την αληθινήν τέχνην. Άλλωστε τό δημαγωγικόν στοιχείον δεν είναι τίποτε άλλο παρά ro Εγωκεντρικόν, πολλαπλασιασμένον όμως μέσα εις τά πολλά άτομα. ‘Υπάρχει όμως εις κάθε σχεδόν εποχήν, πολύ περισ¬σότερον σήμερα, ή τάσις πολλών νά μεταχειρίζονται τα μέσα της τέχνης διά νά δημαγωγήσουν. Και η δημαγωγία αυτή φθάνει πολλές φορές ως τήν εσωτάτην ψυχικότητα- “Όταν μάλιστα ο δημαγωγός τεχνίτης διαθέτει μεγάλο τάλαντον, τότε τέχνη καί τέχνασμα συνοδοιπορούν, τότε ή δημαγωγία προσπαθεί νά κλονίση καί νά καταστρέψη τό πνεύμα τού λαού.

‘Αλλά όσο και αν τούτο τραυματίζει τήν ψυχικότητα του λαού, ποτέ δεν κατορθώνει νά εγκαταστήση μέσα εις τήν ψυχήν του λαού τό είδωλον του νέου, τάχα, πνεύματος πού φέρει ή δημαγωγία. Πολλά από τά φαινόμενα τής «σύγχρονης τέχνης» έρχονται ή μάλλον είναι έτσι από πριν σχεδιασμένα και υπολογισμένα, ώστε νά ικανοποιήσουν ωρισμένας ανάγκας κοινωνικάς τής ζωής, ή ακόμη χειρότερον νά διεγείρουν ωρισμένα ενορμήματα των μαζών.
Είς τήν περίπτωσιν αυτήν ή τέχνη γίνεται τέχνασμα καί τεχνική, δηλαδή υπηρέτρια άλλων επιδιώξεων.
Και είναι αυτονόητον ότι ή μάζα έλκεται περισσότερον από εκείνον ο οποίος τήν κολακεύει. Καί ή ευγνωμοσύνη των μαζών προς τά δημαγωγικά τάλαντα έγκειται εις τό ότι ανοίγει ή όρεξις και όχι μόνον νά διαβάζουν ό,τι γράφουν τά δημαγωγικά τάλαντα, άλλα καί νά πράττουν όπως αυτά διδάσκουν. Συχνά όμως τά δημαγωγικά τάλαντα είναι τά πρώτα θύματα τής ορέξεως των μαζών, διότι ή όρεξις ζητεί διαρκώς νεωτερισμούς. Συχνά επίσης αι μάζαι δημαγωγούμεναι καταστρέφουν αληθινά έργα τέχνης είτε είς μουσεία υπάρχουν αυτά είτε είς ναούς.

Οι οπαδοί των κοινωνικών θεωριών δεν πιστεύουν είς τήν τέχνην ή τό πολύ ή τέχνη είναι δι’ αυτούς μέσον.
Ο σκοπός των είναι άλλος δηλαδή εφαρμογή τής κοινωνικής θεωρίας. Δεν υπάρχει όμως δια την τέχνην μεγαλύτερος εχθρός από τήν θεωρίαν διότι, όπως είπαμεν, η πηγή η μοναδική τής τέχνης είναι ή φαντασία.

Τά έργον τής τέχνης καί όταν ακόμη εκφράζη τον πόνον τής ζωής είναι ελεύθερον απ’ αυτόν τον πόνον. Επίσης είναι ελεύθερον από κάθε άλλην τυχόν υπηρεσίαν ή αγγαρείαν τής ζωής, είναι Ελεύθερον από άλλους σκοπούς, είτε ή ηθική ζητεί νά τούς επιβάλλει είτε ή πολιτική (όπως γίνεται είς τά ολοκληρωτικά καθεστώτα) είτε ή επιστήμη είτε ή θρησκεία. Άλλοι σκοποί δεν πρέπει ποτέ νά του επιβληθούν, διότι τότε τό υποδουλώνουν. Τό έργον της τέχνης είναι εντελέχεια, δηλαδή είναι κάτι πού έχει τον σκοπόν μέσα του, πού είναι σκοπός του Εαυτού του.
Η τέχνη δεν αναγνωρίζει «ιδεολογίας», άλλα φανερώνει αδέσμευτα τήν ομορφιά τής ζωής ελεύθερη από κάθε σκοπιμότητα. ’Ενώ ή ιδεολογία είναι ένα σύστημα σκέψεων μέ σκοπιμότητα. Έχει εσκεμμένην κατεύθυνσιν, υπολογισμένην απο πριν, η τέχνη δεν αναγνωρίζει ούτε σκοπιμότητα ούτε εσκεμμένην κατεύθυνσιν.»

—-

Ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος γεννήθηκε στο χωριό Βασσαράς της Λακωνίας, στις 28 Φεβρουαρίου 1900 και ολοκλήρωσε την βασική του εκπαίδευση στη Σπάρτη. Στη συνέχεια φοίτησε στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή ως υπότροφος του κράτους από το 1915 έως το 1920, στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης (1920-1922), όπου σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία, η οποία και τον κέρδισε, με αποτέλεσμα, αμέσως μετά, να συνεχίσει τις σπουδές του στο κέντρο του φιλοσοφικού στοχασμού της εποχής εκείνης, τη Χαϊδελβέργη, όπου παρέμεινε από το 1922 ως το 1925, παρακολουθώντας τα μαθήματα των Γιάσπερς, Βέμπερ, Χόφμαν, Ερνστ Κούρτιους, Γκούντολφ και ιδίως του καθηγητή Ερρίκου Ρίκερτ, για τις φιλοσοφικές απόψεις του οποίου αργότερα συνέγραψε και εξέδωσε ιδιαίτερο βιβλίο.
Το 1925 αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, με θέμα της διατριβής του τη «Διαλεκτική του Είναι στον Πλάτωνα», που εξεδόθη δύο χρόνια αργότερα. Το 1928 εξέδωσε και μονογραφία για τη «Μεταφυσική του Είναι στον Πλωτίνο» και την ίδια χρονιά επέστρεψε στην Ελλάδα. Από το 1929 μέχρι το 1940 εξέδωσε, το «Αρχείο της Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών», του οποίου ήταν και διευθυντής και όπου είχε δημοσιεύσει και δικά του άρθρα, όπως π.χ. «Η έννοια της φιλοσοφίας και η έννοιας της ιστορίας της φιλοσοφίας», «Φιλοσοφία και Ψυχολογία» κ.ά.
Το 1930, ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος εξελέγη υφηγητής και το 1933 τακτικός καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το 1939 καθηγητής της Συστηματικής Φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1950 καθηγητής της φιλοσοφίας της Παντείου Σχολής. Στο Πανεπιστήμιο παρέμεινε μέχρι το 1967. Διετέλεσε κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά τα ακαδημαϊκά έτη 1949-1950 και 1966-1967. Εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1960, στην έδρα της Φιλοσοφίας.

Το 1963 διετέλεσε πρόεδρος της Ακαδημίας και από το 1966 ως το 1981 Γενικός Γραμματέας της. Το 1966 ίδρυσε το «Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας» της Ακαδημίας, που αρχίζει να λειτουργεί από το 1970 και από το 1971 εκδίδει την Επετηρίδα του με τίτλο «Φιλοσοφία».
Πέραν τούτου ήταν αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών της Χαϊδελβέργης (από το 1972) και του Παλέρμο, επισκέπτης καθηγητής του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, επίτιμος διδάκτορας της φιλοσοφίας του δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο, τακτικό μέλος του «Διεθνούς Ινστιτούτου Φιλοσοφίας», της «Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας» και της «Αμερικανικής Εταιρείας Μεταφυσικής», μέλος της διοικήσεως της «Διεθνούς Εταιρείας Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας» (SIEPM), Αντιπρόεδρος της «Ομοσπονδίας Φιλοσοφικών Εταιρειών» (FISP) και μέλος της «Διεθνούς Εταιρείας Πλατωνικών Μελετών».
Το 1957 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορηματικής Βιογραφίας για το έργο του «Ο Φάουστ του Γκαίτε» του 1956. Από το 1975 μέχρι το 1979 διετέλεσε πρόεδρος της Εταιρείας Λακωνικών Σπουδών ενώ ήταν αντιπρόεδρός της στο ιδρυτικό διοικητικό συμβούλιο του 1966.

Το 1975 ίδρυσε στο χωριό Μαγούλα της Σπάρτης, κοντά στον Μυστρά, την ελεύθερη σχολή φιλοσοφίας “Ο Πλήθων”, αποσκοπώντας στη συνέχιση της παράδοσης του Μυστρά και στη διαπίστωση της πνευματικής και ηθικής ταυτότητας του σύγχρονου ελληνισμού, με μια προσπάθεια επιστροφής στις πολιτιστικές και φιλοσοφικές ρίζες.
Στη σχολή αυτή, εκτός από τις οκτώ περιόδους των μαθημάτων, οργανώθηκαν και πολλά εξειδικευμένα συνέδρια.
Ο Θεοδωρακόπουλος έλαβε μέρος σε μεγάλο αριθμό φιλοσοφικών συνεδρίων, έδωσε διαλέξεις για φιλοσοφικά θέματα στο εξωτερικό και τιμήθηκε από Πανεπιστήμια και πνευματικά ιδρύματα του εξωτερικού αλλά και του εσωτερικού.
Αν και θεωρείται από τους μεγαλύτερους μελετητές του Πλάτωνα και του Πλωτίνου, το 1978 ήταν Πρόεδρος του Παγκοσμίου Συνεδρίου της Θεσσαλονίκης για τον Αριστοτέλη και, την ίδια χρονιά, ένας από τους επτά φιλοσόφους ομιλητές του Διεθνούς Συμποσίου για τον Αριστοτέλη, που διοργάνωσε στο Παρίσι η ΟΥΝΕΣΚΟ.
Απεβίωσε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 1981 από άσθμα. 

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok