Ημπορεί ο παραδοσιακός συντηρητισμόςνα νικήσει την αριστερά του Διαφωτισμού;

Σχεδόν ουδείς (πλην εξειδικευμένων μελετητών) γνωρίζει τον Φρήντριχ Γιούλιους Σταλ (Friedrich Julius Stahl, 1802-1861). Ήταν νομικός φιλόσοφος εβραϊκής καταγωγής, που ησπάσθη τον Χριστιανισμόν (σε ηλικία δεκαεπτά ετών εβαπτίσθη στην Λουθηρανική Εκκλησία του Ερλάνγκεν το 1819) και έγινε υπερασπιστής του πρωσικού λουθηρανικού συντηρητισμού ενάντια στην επιβολήν των αξιών του Διαφωτισμού.

Η φιλοσοφία τού Σταλ απετέλει έναν ιδιότυπο συμβιβασμόν ανάμεσα σε εκείνους πού υπεστήριζαν την προσωπική απολυταρχία του μονάρχη και στα διστακτικά αιτήματα της γερμανικής μεσαίας τάξεως. Ο Σταλ υπερήσπιζεν ένα συνταγματικόν σύστημα «εκπροσωπήσεως» (όχι όμως ολοκλήρου του λαού, αλλά μόνον των «τάξεων» [Stände]), τις νομικές εγγυήσεις των αστικών ελευθεριών, την αναπαλλοτρίωτο προσωπικήν ελευθερία, την ισότητα ενώπιον του νόμου και επίσης ένα έλλογο νομικό σύστημα. Εξεδήλωσε πολλές και μεγάλες προσπάθειες ώστε να διαχωρίσει τον μοναρχικό συντηρητισμόν του από κάθε υπεράσπιση της αυθαιρέτου απολυταρχίας. Η σπουδαιότης της φιλοσοφίας του Σταλ ευρίσκεται τελικώς στο ότι προσήρμοσε επιτυχώς τον αντιορθολογικόν αυταρχισμό στην κοινωνική εξέλιξη τής μεσαίας τάξεως.

Ο Σταλ συνηγορεί υπέρ ενός Κράτους Δικαίου – «Rechtsstaat», αλλά εξαρτά την εγγύηση των αστικών ελευθεριών, τις οποίες παρέχει αυτό το κράτος, από την απόλυτον κυριαρχία του μονάρχη. Υπήρξε σφόδρα αντι-φιλελεύθερος, εν τούτοις όμως δεν ανεφέρετο μόνον στο φεουδαρχικόν παρελθόν, αλλά σε εκείνην την περίοδο του ιστορικού μέλλοντος όπου η ιδία η μεσαία τάξη θα καθίστατο πλήρως αντιφιλελευθέρα. Κύριος εχθρός κατ΄αυτόν δεν ήταν η μεσαία τάξη, αλλά η «επανάσταση» που απειλούσε αυτήν την τάξη καθώς και οι συμφεροντικώς εμμονικοί ευγενείς του μοναρχικού κράτους. Εδήλωνε πως η επανάσταση είναι «το κοσμοϊστορικόν γνώρισμα της εποχής μας» καθώς επεδίωκε «να θεμελιώσει ολόκληρον το Κράτος επί της βουλήσεως του ανθρώπου και όχι επί της εντολής και του προστάγματος του Θεού». Η θεωρία του Σταλ απεκήρυσσεν ολόκληρον την φιλοσοφία του δυτικού ορθολογισμού.
Ο Σταλ κατηγόρησεν τον σύγχρονόν του ορθολογισμόν ότι, απετέλει την «μήτρα της επαναστάσεως», καθώς αυτή η φιλοσοφία ήταν κατ΄ αυτόν «στην εσωτερική, θρησκευτική σφαίρα ότι είναι η επανάσταση στην εξωτερική, πολιτική σφαίρα», δηλαδή, μία «ολοσχερής αποξένωση του ανθρώπου από τον Θεό».

Εφ’ όσον ο γερμανικός ορθολογισμός είχεν εύρει την πλέον αντιπροσωπευτικήν του έκφραση στον Χέγκελ, ο Σταλ συνεκέντρωσεν εναντίον αυτού όλες τις επιθέσεις του. Διετύπωνε την επίσημον απάντηση των κυβερνητικών κύκλων της Γερμανίας στην εγελιανή φιλοσοφία. Αυτοί οι κύκλοι είχαν ιδεί τον αληθινόν χαρακτήρα της φιλοσοφίας του Χέγκελ διεισδυτικότερον εκείνων των ακαδημαϊκών ερμηνευτών οι οποίοι την εθεώρουν ως μιαν άνευ όρων δοξολογίαν της υφισταμένης τάξεως πραγμάτων. Ο Σταλ κατήγγειλε σφόδρα τον Χέγκελ, ομού με τους κορυφαίους εκπροσώπους του ευρωπαϊκού ορθολογισμού από την εποχήν του Καρτεσίου (ένας συσχετισμός που επανήλθεν πολύ αργότερον στις ιδεολογικές ενατενίσεις του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού). Ο ορθολογισμός ερμηνεύει το κράτος και την κοινωνία βάσει του προτύπου του Λόγου, οπότε δι΄αυτού θέτει τα κριτήρια που τον οδηγούν αναποτρέπτως να αντιταχθεί σε «κάθε δεδομένη αλήθεια και σε κάθε δεδομένη αυθεντία». Περιέχει λοιπόν ο ορθολογισμός, λέγει ο Σταλ, την αρχή της «ψευδούς ελευθερίας» και δια της λογικής του «συνεπάγεται όλες εκείνες τις ιδέες που ευρίσκουν την τελική τους ολοκλήρωση στην επανάσταση».

Ο Λόγος δεν ικανοποιείται ποτέ με την αλήθεια η οποία είναι «δεδομένη», «αποποιείται με περιφρόνηση την τροφή που του προσφέρουν».«Επί έναν και ήμισυ αιώνα, η φιλοσοφία εθεμελίωνε την εξουσία, τον γάμο και την ιδιοκτησία, όχι επάνω στην εντολή και στην προσταγή του Θεού, αλλά στην βούληση και στην συναίνεση των ανθρώπων.
Οι λαοί ηκολούθησαν αυτό το δόγμα, αψηφούντες τους κυβερνήτες τους και την ιστορική τάξη και, τελικώς, επαναστατούντες εναντίον του δικαίου θεσμού της ιδιοκτησίας». Κατά τον Σταλ κάθε φιλοσοφία αντλούσα «το φυσικόν και ηθικόν σύμπαν από τον ανθρώπινον λόγο, δηλαδή από τους νόμους και τις ιδιότητες της σκέψεως», υποσκάπτει την δεδομένη τάξη και της αξίζει να εξολοθρευθεί. «Η κατανομή του πλούτου» αποτελεί «έργον της θείας επιταγής». Οι κοινωνικοί θεσμοί βασίζονται στην «θεία τάξη του ανθρωπίνου κόσμου».

Η κοινωνική ανισότης αποτελεί θέλημα του Θεού: «Διαφορετικό δίκαιον πρέπει να υπάρχει για τον άνδρα, την γυναίκα και το παιδί, για τον αγράμματον δουλευτή τον προσαγόμενον ενώπιον του νόμου και για τον ευγενή τον απαλλασσόμενον τώρα από την δικαστικήν δοκιμασία.Το δίκαιον πρέπει να διαφέρει αναλόγως με την κλίση του φύλου, της ηλικίας, της κοινωνικής καταστάσεως ή τάξεως». Το κράτος και οι αρχές του κράτους συμμετέχουν σε έναν «θείον θεσμόν» και μολονότι οι άνθρωποι ημπορεί να ζούν υπ’ αυτό ή υπ΄εκείνο το σύνταγμα, «όχι μόνον το κράτος είναι επιταγή του Θεού, αλλά το σύνταγμα και οι επί μέρους αρχές του έχουν παντού την θεία επικύρωση». «Κράτος και κοινωνία παραμένουν συνδεδεμένα από την θείαν εντολή και την ιστορική παράδοση.
Υφίστανται ακριβώς όπως οφείλουν να είναι. Το Έθνος είναι μια κοινότης ισχυροτέρα από κάθε ταξική διαστρωμάτωση. Η Λαϊκή Κοινότης («Volksgemeinsschaft») αποτελεί ένα φυσικοϊστορικόν γεγονός.
Τελικόν υποκείμενο του δικαίου δεν είναι το άτομον αλλά η κοινότης. Μόνον το Έθνος έχει την ενότητα της Βιοθεωρίας και το σπέρμα της δημιουργικής παραγωγής». «Η εθνική παράδοση και το έθιμον αποτελούν την πηγήν του δικαίου».

Ο Σταλ απέρριψεν το επιχείρημα του Χέγκελ ότι θα ημπορούσε κάποιος να δημιουργήσει πολιτικές βασισμένες επί αρχών δημιουργουμένων από λογικούς νόες και όχι επί αρχών εγκεκριμμένων από «θεϊκές αρχές». Ο Σταλ επέμεινεν ότι, κάθε πολιτική αντλούσα τις αρχές της από την ανθρωπίνη λογική πέραν από τα παραδοσιακά δικαιώματα και τις χριστιανικές πεποιθήσεις του γερμανικού έθνους, παρεβίαζεν τις φυσικές διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων και της «θείας διατάξεως του κόσμου».

Αυτό ήταν ένα τυπικό πλέγμα επιχειρημάτων των παραδοσιακών συντηρητικών, προερχόμενο από το κίνημα του «Αντιδιαφωτισμού» εναντίον της Γαλλικής Επαναστάσεως του 1789. Είναι ένα σύνολον επιχειρημάτων που έκτοτε …. έχει υποστεί την μία ήττα μετά την άλλη εμπρός στην αδυσώπητο «πρόοδον» της επιστήμης και στα «δικαιώματα» των ατόμων να επιδιώκουν πάσει δυνάμει την ιδική τους απόλαυση και «ευτυχία». Τα παραδοσιακά εγκώμια για την «θεία ιερότητα της μοναρχικής διακυβερνήσεως», την αξία της πίστεως και τα εγγενή πλεονεκτήματα της αριστοκρατίας δεν συμβαδίζουν με την αριστερά ψυχωσικήν εμμονή της αναγκαίας «προόδου», της «εκπαιδεύσεως έναντι της αγνοίας», της «ανοχής έναντι της μισαλλοδοξίας» και της διαβοήτου «ανοικτής κοινωνίας» εναντίον του … στενόμυαλου κόσμου του συντηρητισμού.

Ακόμη και όταν οι παραδοσιακοί συντηρητικοί ήρχισαν να αποδέχονται το αναπόφευκτον τέλος της «θεϊκής εξουσίας», την άνοδο των μεσαίων τάξεων και τον επιστημονικόν χαρακτήρα του εκσυγχρονισμού, δεν ημπόρεσαν να ανθέξουν το ριζοσπαστικό φιλελεύθερον επιχείρημα ότι ουδέν μορφωμένο άτομο πρέπει να δέχεται μια πολιτική που δεν ημπορεί να συναρμοσθεί με τα κρίσιμα πρότυπα της λογικής. Για την «Αριστερά» ουδεμία ιερότης ενέχεται στο Κράτος, το Έθνος είναι ανθρώπινο τεχνούργημα και όχι φυσικοϊστορικό εξελικτικό παράγωγο, ενώ ο Λαός, το Γένος, έχουν μόνον ταξικούς ιστούς.

Ουδεμίαν έχει σημασία το γεγονός ότι οι αριστεροί συνεχίζουν να κατηγορούν τον Διαφωτισμόν πως είναι ένα «ευρωκεντρικό» κίνημα το οποίον θεωρεί προνόμιον την δυτική λογική έναντι των διαισθητικών και ολιστικών τρόπων των μη-Ευρωπαίων. Η Αριστερά παρέμεινε πάντα ταυτισμένη με την «πραγμάτωση της λογικής», την πραγμάτωση του Λόγου «ενάντια σε κάθε επικρατούσα μορφή προκατάληψης, που γέννησε μια παράλογη και σκλαβωμένη τάξη» — για να παραθέσουμε μερικά λόγια από το διάσημο «Λόγος και επανάσταση – Ο Χέγκελ και η Άνοδος της Κοινωνικής Θεωρίας» (1941), του πασιγνώστου Χέρμπερτ Μαρκούζε, ένα βιβλίο μείζονος επιρροής στην άνοδο του νυν κρατούντος «Πολιτιστικού Μαρξισμού» (Ελληνιστί : «Λόγος και επανάσταση – Ο Χέγκελ και η γένεση της κοινωνικής θεωρίας» , Εκδόσεις Ύψιλον, 1999). [Σε αυτό του το πόνημα ο Μαρκούζε, ως μέγας εγελιανός απολογητής, επικρίνει την θέση που προετάθη από τον Βρετανό φιλελεύθερο πολιτικό θεωρητικό και κοινωνιολόγο Λέοναρντ Τρελώνυ Χομπχάους στο βιβλίον του «Η Μεταφυσική Θεωρία του Κράτους: μια κριτική» (1918), ότι ο Χέγκελ παρείχε μια ιδεολογική προετοιμασία για τον γερμανικόν αυταρχισμό και επιχειρεί να δείξει ότι «οι βασικές έννοιες του Χέγκελ είναι εχθρικές προς τις τάσεις που έχουν οδηγήσει στη φασιστική θεωρία και πράξη».]

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και κατά την δεκαετίαν του 1970, ο Μαρκούζε αποτελούσε έναν από τους σημαντικοτέρους θεωρητικούς του κινήματος της «Νέας Αριστεράς», καταστείς γνωστός ως «Ο πατέρας της Νέας Αριστεράς», καθώς και ως ιδεολογικός καθοδηγητής των φοιτητικών «εξεγερτικών» κινημάτων «αμφισβήτησης» στην Γερμανία, στην Γαλλία και στις ΗΠΑ. Από το 1943 μέχρι το 1950, ο Μαρκούζε ειργάσθη για την …. κυβέρνηση των ΗΠΑ (sic), γεγονός που τον εβοήθησεν στην συγγραφή του βιβλίου του «Σοβιετικός Μαρξισμός: Μια Κριτική Ανάλυση» (1958). Γνωστότερα έργα του είναι τα βιβλία «Έρως και πολιτισμός» (1955) και «Ο μονοδιάστατος άνθρωπος» (1964). Η παραμαρξιστική του σκέψη ενέπνευσεν πολλούς «αριστερούς» ριζοσπάστες διανοουμένους και πολιτικούς ακτιβιστές κατά στις δεκαετίες του 1960 και του 1970.

Ο Μαρκούζε εχαιρέτισεν την καταστροφήν «πολλών θεολογικών και μεταφυσικών ψευδαισθήσεων» η οποία επετεύχθη από τις φυσικές επιστήμες. Αλλά επέκρινεν επίσης τους κοινωνικούς επιστήμονες επειδή εμελέτησαν τις «κοινωνικές πραγματικότητες σύμφωνα με το πρότυπο της φύσης και υπό την πτυχή της αντικειμενικής αναγκαιότητας». Κατ΄αυτόν (και τους ποικίλης χροιάς ακολούθους του), οι κοινωνίες δεν πρέπει να θεωρούνται ως φυσικά δεδομένες πραγματικότητες, αλλά ως ανθρώπινα δημιουργήματα, επιρρεπή σε βελτιώσεις μέσω της «κριτικής εφαρμογής της λογικής στην επίλυση των κοινωνικών αδικιών». Επίστευεν εμπαθώς ότι οι στόχοι του διαφωτιστικού λόγου εγκατελείποντο με την «θετικιστική» αποδοχή του «δεδομένου» από τους κοινωνικούς επιστήμονες, οι οποίοι δεν ήθελαν να υποβάλουν την κοινωνία σε κριτική αμφισβήτηση.

Η «δύναμη της διαλεκτικής», όπως υπεστήριξεν ο Μαρκούζε στο «Λόγος και επανάσταση», δεν πρέπει να «εξουδετερωθεί». Ο σύγχρονος κόσμος εξακολουθεί να είναι «αντιφατικός και παράλογος» στις «ιμπεριαλιστικές του συμπεριφορές, τον μιλιταρισμό και τη βία, τον ρατσισμό και τον σεξισμό». Επομένως, εάν ο κόσμος έπρεπε να γίνει «πραγματικά ορθολογικός», δεν θα έπρεπε να επιτραπεί στις κοινωνικές επιστήμες να παραμείνουν «απολογούμενες και δικαιολογούμενες» εμπρός σε αυτές τις παράλογες πραγματικότητες.

Ενώ οι παλαιοί συντηρητικοί προσεπάθουν να προσαρμόσουν τον παραδοσιακόν τους χαρακτήρα και την χριστιανική τους ιδέα για το κράτος στην επιτυχημένη άνοδο των μεσαίων τάξεων και των φυσικών επιστημών, ο Μαρκούζε και οι επίγονοί του επεζήτουν μια «κριτική» ή «αρνητική» διαλεκτική ενάντια στον παραλογισμόν που εξακολουθεί να επικρατεί στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Ενώ οι συντηρητικοί έδιδαν διαλέξεις (σε έναν διαρκώς μειούμενο αριθμόν οπαδών) σχετικώς με την συνεχιζομένη αποκαλυπτική βαρύτητα συναφών παραδοσιακών θεωρητικών, όπως ο Σαβοϊανός Γάλλος Ζοζέφ ντε Μαιτρ (1753-1821), ο Ιρλανδός Έντμουντ Μπερκ (1729 –1797) και ο Αμερικανός Ράσσελ Έημος Κερκ (1918-1994), η κριτική φιλοσοφία και η κριτική διαλεκτική του Μαρκούζε και της «Νέας Αριστεράς» κατέστησαν σπονδυλική στήλη της «Διανόησης», ένας γνωστικός άξων και μία επίσημος διατεταγμένη αποστολή των πανεπιστημίων σε όλη την Δύση.

Το λάθος του παραδοσιακού συντηρητισμού ήταν ότι αντελήφθη και εθεώρησεν τον Διαφωτισμόν ως μιαν απλήν ιδεολογία αντί ως ένα κίνημα βαθέως ενριζωμένο στην εμμονική και εμπαθή προτίμηση των δυτικών λαών να δικαιολογούν τις ενέργειές τους με βάση τις γνώσεις και τις ορθολογικές τους ικανότητες. Οι συντηρητικοί θα έπρεπε να έχουν προσφέρει λογικές εξηγήσεις σχετικώς με την σημασία των παραδόσεων, των κοινοτικών δεσμών και των φυσικών διαφοροποιήσεων των ανθρώπων αντί να βασίζονται σε αναφορές και επικλήσεις προς την «θεία τάξη του Δημιουργού» ή την «αυθεντίαν της ιστορίας και της παραδόσεως».

Ο Μαρκούζε δεν δυσκολεύτηκε να καταρρίψει την αποκήρυξη του συγχρόνου ορθολογισμού από τον Σταλ. Ο Σταλ θα ημπορούσε πιθανόν να πείσει τους παλαιούς ευγενείς ότι μια χριστιανική κοινωνική τάξη δεν ημπορεί να λογοδοτεί στην λογική, αφού αυτή η τάξη έχει ήδη εγκριθεί από την Παράδοση και την Πίστη. Δεν ημπορούσε όμως να πείσει τα κυρίαρχα μεσαία στρώματα. Ο Σταλ θα ημπορούσε δικαίως να ισχυρισθεί ότι προσέφερε έναν συμβιβασμό μεταξύ του παλαιού φεουδαρχικού παρελθόντος και των νέων μεσαίων τάξεων, υποστηρίζων ένα συνταγματικό μοναρχικό σύστημα, με εκπροσώπηση περιοριζομένη από την ιδιοκτησία και την εκπαίδευση, αλλά μόνον δυσχερέστατα θα ημπορούσε να πείσει τις μελλοντικές γενεές ότι η παράδοση και τα έθιμα είναι οι πηγές του δικαιώματος και όχι ο Λόγος.

Ο συντηρητικός και θρησκευόμενος Σταλ εδήλωνε ότι : «ο άνθρωπος δεν είναι ένα απολύτως ελεύθερο ον, αλλά ένα ον δημιουργημένο και περιορισμένο, επομένως εξαρτάται από την δύναμη που του έδωσε την ύπαρξή του» και από αυτήν του την παρατήρηση συνεπέρανε ότι : «συνεπώς, οι αρχές έχουν πλήρη εξουσία επάνω του, ακόμη και χωρίς την συγκατάθεσή του».

Δεν ήταν λοιπόν καθόλου δύσκολο για τον Μαρκούζε να αντικρούσει την άποψη ότι η «φιλοσοφία του δικαιώματος» του Σταλ ισοδυναμούσε ουσιαστικώς με «υποταγή» σε «αδιαμφισβήτητες αξιώσεις» από αυτούς που ήσαν στην εξουσία. Έτσι η Αριστερά κατέστη η παράταξη της δικαίως οργισμένης λογικής, της αρνήσεως της υποταγής, ενώ οι παλαιοί συντηρητικοί εσυνέχιζαν να ομιλούν νεφελωδώς για «θεία αποκάλυψη», «φυσικό νόμο», «πίστη στα έθιμα» και «εύρυθμον αποδοχή» των «φυσικών διακρίσεων μεταξύ τάξεων».

Η ανάπτυξη της λογικής και του ορθολογισμού είναι το πλέον ιδιότυπον επίτευγμα της Δύσεως. Η οποιαδήποτε αντιφρονούσα προς το Βαθύ Κράτος «Εθνική Δεξιά» δεν πρέπει να επιτρέψει στην Αριστερά να διατηρήσει το σημερινό πολιτικό μονοπώλιον της λογικής. Αυτό το καθήκον καθιστά την εξελικτική ψυχολογία σημαντικόν πεδίον μελέτης για εμάς. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στην θρησκεία, στην πίστη, στην θεότητα και στα έθιμα (αφ’ εαυτών και χωρίς λογική αιτιολόγηση) για να υπερασπισθούμε τις απόψεις μας. Υπάρχουν σαφείς και συμπαγείς ορθολογικές εξηγήσεις για τις διαφοροποιήσεις και διαφορές των ανθρώπων, καθώς και για τις γενετικές διαφορές μεταξύ των φύλων και των φυλών.

Η Αριστερά, εδώ και μερικές δεκαετίες, βασίζεται σε «ιερά» αδιαμφισβήτητα δόγματα εξαναγκαστικής «ισότητος», αυταρχικές εντολές «πολιτικής ορθότητας», παράλογες …. ταμπέλες που στοχεύουν στον εξοστρακισμό και στην δαιμονοποίηση των κριτικών στοχαστών και εμποδίζουν κάθε ορθολογικήν έρευνα περί πολλών θεμάτων.
Δεν μας χρειάζεται να κάνουμε εκκλήσεις σε δόγματα. Υπάρχουν ορθολογικές επιστημονικές έρευνες που καταδεικνύουν ότι οι ομογενείς υπήκοοι ενός έθνους – κράτους ωφελούνται ψυχολογικώς και οικονομικώς από την ελεγχομένη μετανάστευση και από ένα κράτος που ενθαρρύνει τους πολίτες του να αναπτύξουν μιαν αίσθηση κοινοτικής συνοχής εχούσης τις ρίζες της στην κοινή καταγωγή, στα έθιμα και στην θρησκεία. Οφείλουμε να θέτουμε λογικά ερωτήματα. Με λογικήν επιχειρηματολογία πρέπει να αναδεικνύουμε ότι ο εθνοκεντρισμός είναι μια λογική «στρατηγική συμπεριφοράς». Για αυτόν ακριβώς τον λόγον και επειδή οι κοινωνικοί επιστήμονες του κατεστημένου αναγνωρίζουν αυτό το γεγονός και…… σε διατεταγμένη υπηρεσία υποστηρίζουν με πάθος και αφοσίωση τις «διεθνείς πολυπολιτισμικές ενώσεις» για την κατάργηση του εθνοκεντρισμού και εν τέλει την δημιουργία αναμείκτων εθνών στην Δύση.

Βεβαίως, καμία πολιτική δεν ημπορεί να περιορισθεί σε ορθολογικές δηλώσεις και συζητήσεις.
Η πολιτική ενεργοποιείται από το πάθος, από τα συναισθήματα και από την δύναμη της θελήσεως.
Υπάρχουν σύμβολα όπως η εθνική σημαία ή η επίκληση της πατρίδος που υπερβαίνουν το λογικό. Έχει διαπιστωθεί από την σχολή του Καρλ Γιούνγκ ότι όσον και εάν έχουμε γίνει «εκλογικευμένοι», ένα τμήμα του νου μας θα παραμένει πάντοτε δομημένο από συλλογικές ασυνείδητες δυνάμεις που εκφράζονται μέσω των «αρχετύπων».
Αυτά είναι έμφυτα και κληρονομικά, δεν ημπορούν ποτέ να εξαλειφθούν από την εκπαίδευση, αλλά στην πραγματικότητα συνιστούν αναπόσπαστα μέρη των λιβιδινικών δημιουργικών ενεργειών των ανθρώπων.

Ωστόσον, δεν πρέπει να λησμονούμε πως ο λόγος που κατορθώσαμε να κάνουμε το «ασυνείδητο» ένα αντικείμενον της σκέψεως, αντί να επιτρέψουμε να παραμείνει κάτι μυστηριώδες και ανεξιχνίαστο στα βάθη του νου μας, είναι ότι είμεθα το πλέον λογικόν είδος. Η πολιτικώς δολία, εξουσιαστικώς διεφθαρμένη, ιδεολογικώς εκφυλισμένη και καθεστωτική πλέον Αριστερά, η οποία εγαλουχήθη από «επαναστάτες» τύπου Μαρκούζε, δεν πρέπει να αφεθεί να διεκδικεί την λογικήν ως αποκλειστικήν της ιδιότητα και….ιδιοκτησίαν.

Α. Κωνσταντίνου 

tweet
fb-share-icon
Insta
Tiktok