Περίοδος 1918 – 1929: Οι οικονομικές συνέπειες του πρώτου παγκοσμίου πολέμου υπήρξαν πολυδιάστατες. Η παλαιά παγκόσμια οικονομία κατέρρευσε, η Ρωσία αποσπάστηκε από το οικονομικό γίγνεσθαι, η Αυστροουγγαρία έπαψε να υπάρχει και ο χρυσός συγκεντρώθηκε στα χέρια λίγων κρατών. Παντού οι δασμοί ανέβηκαν, είτε για να ενισχυθεί η εγχώρια παραγωγή, είτε για να καταπολεμηθεί το συναλλαγματικό dumping. Το εξωτερικό εμπόριο περιορίστηκε και οι βιομηχανικές χώρες αντιμετώπιζαν μεγάλα προβλήματα. Οι αγωνιώδεις προσπάθειες των φιλελευθέρων οικονομολόγων για μείωση της προστασίας προς όφελος των βιομηχανικών χωρών έπεσαν στο κενό.
Οι Η.Π.Α. όχι μόνον ακολούθησαν, αλλά πρωτοστάτησαν στην εφαρμογή της φιλοπροστατευτικής πολιτικής.
Προσπάθησαν να παρακωλύσουν τις εισαγωγές από την Ευρώπη και δημιούργησαν στενές οικονομικές σχέσεις με τα αμερικανικά κράτη, επισημοποιώντας τις βορειοαμερικανικές ιμπεριαλιστικές τάσεις. Η Γαλλία το 1919 κατήγγειλε όλες τις συμβάσεις που την δέσμευαν και καθόρισε προστατευτικούς όρους για όλα τα εγχώρια προϊόντα. Η Γερμανία ως ηττημένη υποχρεώθηκε με τη συνθήκη των Βερσαλλιών να διατηρήσει αμετάβλητο το προπολεμικό της δασμολόγιο και μα παραχωρήσει τη ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου κράτους. Η Αγγλία, η βασική υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου, μόλις διαπίστωσε προβλήματα ανταγωνισμού, ιδιαίτερα στις νέες βιομηχανικές της μονάδες (key industries), επέβαλε άμεσα εισαγωγικούς δασμούς (1921) της τάξης του 33,3% της αξίας των εισαγόμενων προϊόντων. Έλαβε δε επί πλέον μέτρα για την παρακώλυση του συναλλαγματικού dumping.
Μετά την οικονομική κρίση του 1932 είχε γίνει πλήρως κατανοητό ότι η φιλελεύθερη οικονομία αυξάνει τον πλούτο συνολικά (όπως και οποιοδήποτε οικονομικό μοντέλο), συντελεί όμως στην απόλυτα ανισομερή κατανομή του υπέρ των ισχυρών οικονομικά κρατών και δεν παρέχει καμία εγγύηση για την ασφάλεια των εθνικών οικονομιών. Πολλά κράτη αναγκάστηκαν να προβούν σε μεγάλες υποτιμήσεις των εθνικών τους νομισμάτων για να προλάβουν την πτώχευση. Κάθε κράτος έπρεπε να έχει ισοσκελισμένο εμπορικό ισοζύγιο, και προς τούτο η προσοχή στράφηκε προς την ενεργητικότητα του εμπορικού ισοζυγίου σε συνδυασμό με τον αυστηρότατο έλεγχο της κίνησης του εξωτερικού συναλλάγματος.
Απεδείχθη ότι απείρως αποτελεσματικότερη των δασμών υπήρξε η οικονομική πολιτική της Εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας. Η συγκεκριμένη οικονομική πολιτική περιελάμβανε καθορισμό των εισακτέων ποσοτήτων από κάθε αναγκαίο είδος, διμερείς και σπανιότερα πολυμερείς συμβάσεις ανταλλαγής ορισμένων ειδών με συμψηφισμό αξιών, αυστηρό έλεγχο του συναλλάγματος, απαγόρευση της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων από χώρα σε χώρα και κρατική προώθηση των εξαγωγών με πολύμορφα βραβεία.
Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες ανέβασαν ακόμη τους δασμούς τους. Οι Η.Π.Α. επέβαλαν δασμούς κατά μέσο όρο στο 59% της αξίας των εισαγόμενων προϊόντων. Ακολούθησαν η Κίνα, η Ινδία, η Αργεντινή, το Περού, η Βραζιλία και πολλά κράτη της νότιας Αμερικής.
Η επισκόπηση της «οικονομικής συμπεριφοράς» των βιομηχανικών χωρών από το 1840 έως και τις απαρχές του δευτέρου μεγάλου ευρωπαϊκού πολέμου μας οδηγεί αναπόδραστα σε ορισμένα συμπεράσματα:
1. Οι φιλελεύθερες αντιλήψεις περί «ελεύθερου εμπορίου» και «παγκόσμιας οικονομικής συνεργασίας» δεν είναι νέες, αλλά παλιές και μάλιστα παρωχημένες.
2. Η απελευθέρωση του εμπορίου ενίσχυσε τους ισχυρούς και αποδυνάμωσε περαιτέρω τους ανίσχυρους.
3. Οι φιλελεύθερες αντιλήψεις περί «ελεύθερου εμπορίου» εφαρμόζονται όταν εξυπηρετούν τα οικονομικά, πολιτικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα των ισχυρών. Σε περιόδους αναταραχών ή μεγάλης οικονομικής ανταγωνιστικότητας παραμερίζονται μπροστά στην προστασία της εθνικής οικονομικής πολιτικής. Αργότερα, και όταν οι περιστάσεις είναι βολικές, οι φιλελεύθερες αντιλήψεις επανέρχονται στο προσκήνιο για να συνεχιστεί η αφαίμαξη των αδυνάτων.
4. Για να συμμετέχει ένα κράτος σε μία ευρύτερη οικονομική κοινότητα κρατών δεσμευμένο με διακρατικές συμβάσεις και να επιτυγχάνει θετικά οικονομικά αποτελέσματα, οφείλει να είναι εκβιομηχανισμένο και να διαθέτει ανταγωνιστικά προϊόντα. Διαφορετικά αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει οικονομικά.
Εδώ τίθεται ένα κεφαλαιώδες ερώτημα: Τι έκανε η Ελλάδα προκειμένου να δεσμευτεί μέσω των συμβάσεων της «Ευρωπαϊκής Κοινότητας»; Τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που απαιτούνταν. Αποδεκάτισε τις βιομηχανικές της μονάδες, υποβάθμισε την ανταγωνιστικότητα της γεωργίας και της κτηνοτροφίας ενώ ταυτόχρονα ενθάρρυνε την κατανάλωση και την κακοδιαχείριση.
Για δεκαετίες πολλοί είχαν το θράσος να διακηρύσσουν ότι η ατμομηχανή της οικονομίας της χώρας είναι η οικοδομή. Εύλογα κανείς διερωτάται περαιτέρω: Υπάρχει αμφιβολία ότι δεν πρόκειται περί μακρόπνοου σχεδίου οικονομικής διάλυσης της χώρας;