Ι.ΣΤ.Ο.Σ.

ΙΔΡΥΜΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

 ΛΙΒΥΗ: «ΕΓΓΥΗΤΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ» ΕΙΝΑΙ Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ Η ΡΩΣΙΑ

Η Διεθνής Διάσκεψη για την Λιβύη ολοκληρώθηκε πριν από λίγα εικοσιτετράωρα στο Βερολίνο, με τον πολιτικό χάρτη πορείας για την ειρήνη να παραμένει θολός και παγιδευμένος. Σημαντικότερη απόφαση της Διάσκεψης, στην οποία είχε προσκαλέσει η Γερμανία και ο ΟΗΕ, είναι ότι για πρώτη φορά η μεταβατική κυβέρνηση που δημιουργήθηκε τον Φεβρουάριο είναι ο μόνος συνομιλητής με τον οποίο μπορεί να διαπραγματευτεί η διεθνής κοινότητα.

Πέραν αυτού όμως το φάσμα της διαίρεσης στοιχειώνει την Διάσκεψη του Βερολίνου, κυρίως με την μορφή εκείνων των δυνάμεων που στην Λιβύη εξακολουθούν να υποστηρίζουν τις διάφορες πλευρές των πρώην κομμάτων του εμφυλίου πολέμου, ειδικά με μισθοφόρους.
Η Άγκυρα υποστηρίζει τις πολιτοφυλακές στα δυτικά της χώρας και στην πρωτεύουσα Τρίπολη με σουνίτες Σύριους μισθοφόρους (μέλη του ISIS), με στρατιωτικούς συμβούλους και άγνωστο αριθμό Τούρκων στρατιωτών. Η Μόσχα στα ανατολικά της χώρας εξοπλίζει τον στρατηγό Χαλίφα Χαφτάρ και συμμετέχει με μισθοφόρους της επίλεκτης Ομάδας Βάγκνερ, ενώ η πολεμική αεροπορία της Αιγύπτου συνεχίζει να βομβαρδίζει τους αντιπάλους του Χαφτάρ σε μια προσπάθεια να εξαλείψει από τα σύνορα της τον κίνδυνο της σαλαφιστικής Μουσουλμανικής Αδελφότητας, η οποία υποστηρίζει τους σουνίτες μισθοφόρους στην δυτική Λιβύη.

Στην Διάσκεψη διατρανώθηκε το γεγονός ότι στην Λιβύη η Δύση (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, ΗΠΑ) έχουν απλώς έναν δευτερεύοντα ρόλο, σύμφωνα με το γερμανικό Ινστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων και Υποθέσεων Ασφαλείας SWP (Stiftung Wissenschaft und Politik) η επιρροή της Δύσης είναι μικρή, παρά τα έντονα επιχειρηματικά συμφέροντα Γαλλίας, Γερμανίας και Γαλλίας, και ο κίνδυνος κλιμάκωσης των εμφυλίων συγκρούσεων πριν από τις εκλογές που θα διεξαχθούν στο τέλος του χρόνου, μεγάλος.

Στην βορειοαφρικανική χώρα η Τουρκία με την Ρωσία έχουν αποκτήσει σημαντική επιρροή, τα ξένα στρατεύματα και οι μισθοφόροι παραμένουν σταθερά σταθμευμένα στην Λιβύη και δεν τίθεται θέμα τερματισμού της ξένης παρέμβασης, όσο και αν αυτό υποστηρίχθηκε στην Διάσκεψη του Βερολίνου. Η προθυμία για απόσυρση ουδόλως είναι εμφανής σε κανένα από τα εμπλεκόμενα μέρη, οι προσπάθειες να ενταχθούν οι αντιμαχόμενες πλευρές σε μια ενοποιημένη στρατιωτική διοίκηση φαίνονται εντελώς απελπιστικές. Εξίσου αδύνατο είναι οι αντίπαλοι, Τρίπολη και στρατηγός Χαφτάρ, να αποδεχθούν ηγετικό ρόλο ο ένας στον άλλο, κάτι βέβαια που θα διαιωνίσει την ένοπλη αντιπαλότητα έως ότου υπάρξει νικητής ή συμφωνία μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας.

Όμως πως φτάσαμε ως εδώ. Μια διεξοδική ανάλυση του Λιβυκού εμφυλίου πολέμου από το 2011 αποκαλύπτει τον φαύλο κύκλο της αντιπαράθεσης και της αποσταθεροποιητικής δραστηριότητας των ξένων δυνάμεων.
Από τότε που ο Λίβυος ηγέτης Μουαμάρ Καντάφι ανατράπηκε και σκοτώθηκε το 2011, με ηθικό αυτουργό την ιμπεριαλιστική πολιτική «Αραβική Άνοιξη» των ΗΠΑ και σε συνδυασμό με μια νατοϊκή στρατιωτική επιχείρηση, η Λιβύη έχει διχαστεί πολιτικά και κατακερματιστεί.

Οι πολιτοφυλακές διαφόρων πολεμαρχών που σχημάτισαν μέτωπο εναντίον του Καντάφι κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μάχονται μεταξύ τους για την κυριαρχία στη χώρα και για τον έλεγχο των πόρων πετρελαίου και φυσικού αερίου, των σημαντικότερων πηγών εισοδήματος της χώρας. Μέχρι των ημερών μας, ένοπλες ομάδες, συμπεριλαμβανομένων εγκληματικών συμμοριών, εξτρεμιστών ισλαμιστών, σαλαφιστών και τοπικών φυλάρχων, ελέγχουν πόλεις και ολόκληρες περιοχές. Το μεταβατικό κοινοβούλιο που εξελέγη το 2012 μετά τον δημόσιο ανασκολοπισμό του Καντάφι δεν μπόρεσε να σταθεροποιήσει τη Λιβύη και η χώρα διολίσθησε όλο και περισσότερο σε έναν φαύλο κύκλο βίας μεταξύ αντίπαλων πολιτοφυλακών.

Οι κοινοβουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν τον Ιούνιο του 2014, αντί να ενώσουν τη χώρα, οδήγησαν στη διάλυσή της. Έκτοτε, η πολιτική εξουσία στη Λιβύη έχει διαιρεθεί στα δύο, με δύο κόμματα στον εμφύλιο πόλεμο, μια κυβέρνηση και μια σκιώδη κυβέρνηση, δύο κεντρικές τράπεζες και δύο μηχανισμούς ασφαλείας. Οι πολυάριθμες πολιτοφυλακές στη Λιβύη επωφελούνται από το χάος και ενθυλακώνουν τεράστια χρηματικά ποσά με το λαθρεμπόριο πετρελαίου, όπλων και ανθρώπων.

Στην ανατολική Λιβύη, ο Χαλίφα Χαφτάρ απέκτησε επιρροή ήδη από το 2014. Ο Χαφτάρ είχε υπηρετήσει ως στρατηγός υπό τον Καντάφι μέχρι της δεκαετίας του 1980, η διένεξη του με τον Καντάφι τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την χώρα. Επέστρεψε το 2011 στην ανατολική Λιβύη μετά από πολλά χρόνια παραμονής στις ΗΠΑ και κατέλαβε την εξουσία στην περιοχή, υποστηριζόμενος από μεγάλα τμήματα του διαλυθέντος λιβυκού στρατού. Πολιτικά, αντίπαλοι του είναι οι τζιχαντιστές και τζιχαντιστικές οργανώσεις όπως η «Ανσάρ αλ Σαρία», το «Ισλαμικό Κράτος», αλλά και η Μουσουλμανική Αδελφότητα.

Οι υποστηρικτές του Χαφτάρ εξέλεξαν κοινοβούλιο και κυβέρνηση στο Τομπρούκ και οι δυνάμεις του, τις οποίες αποκαλεί Λιβυκός Εθνικός Στρατός (Libyan National Army, LNA), περιλαμβάνουν πρώην στρατιώτες των ενόπλων δυνάμεων του Καντάφι, τοπικές πολιτοφυλακές, μισθοφόρους από το Τσαντ και το Σουδάν, καθώς και μισθοφόρους της Ομάδας Βάγκνερ. Από τότε που ο Χαφτάρ το 2016 κατάφερε να νικήσει τους τζιχαντιστές στην πόλη της Βεγγάζης και να κατακτήσει σημαντικά λιμάνια εξαγωγής πετρελαίου, θεωρείται διεθνώς ως πολιτικά και στρατιωτικά «ισχυρός» στην ανατολική Λιβύη. Μετά την νίκη του επί των τζιχαντιστών, ο Χαφτάρ επέκτεινε περαιτέρω την επιρροή του στην ανατολική Λιβύη, οι πολιτοφυλακές του ελέγχουν σχεδόν όλες τις πετρελαιοπηγές και τα λιμάνια εξαγωγής της χώρας.

Μετά από χρόνια στρατιωτικής μάχης για την κατάληψη της πρωτεύουσας της Λιβύης, οι μαχητές του στρατηγού Χαλίφα Χαφτάρ αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το εγχείρημα αρχές του 2020. Τα στρατεύματα της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης της Λιβύης του πρωθυπουργού Φαγέζ αλ Σάρατζ ανέκτησαν τον έλεγχο της Τρίπολης και των προαστίων της, έχοντας ισχυρή υποστήριξη από τους Τούρκους στρατιώτες και μισθοφόρους και κυρίως έχοντας την υποστήριξη μη επανδρωμένων τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών. Ο Λιβυκός Εθνικός Στρατός του στρατηγού Χαφτάρ αποσύρθηκε στο ανατολικό τμήμα της Λιβύης, το οποίο και ελέγχει απόλυτα.

Ο Σάρατζ μετά την νίκη του συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ερντογάν στην Άγκυρα. Σε κοινή συνέντευξη τύπου, ο Ερντογάν δήλωσε ότι έχει συμφωνήσει να "εμβαθύνει την συνεργασία", ότι η Τουρκία δεν θα αφήσει τη Λιβύη "στους συνωμότες του Χαφτάρ" και ότι θέλει επίσης να ενισχύσει την συνεργασία με την Λιβύη για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων στην ανατολική Μεσόγειο, κάτι που αποκρυσταλλώθηκε με το (παράνομο) τουρκο-λιβυκό μνημόνιο περί ΑΟΖ. Ο εκλεγείς αρχές του 2021 νέος πρωθυπουργός της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης της Λιβύης, Αμπντούλ Χαμίντ Ντμέιμπα (πρώην πρέσβης στην Αθήνα), δήλωσε ότι θα συνεχίσει την πολιτική του προκατόχου του και ότι το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο παραμένει εν ισχύ.

Από την ανάλυση των παραγόντων του πολέμου δια αντιπροσώπων στην Λιβύη προκύπτουν τα εξής.
Οι δυνάμεις του στρατηγού Χαφτάρ εξαρτώνται στρατιωτικά και οικονομικά από τη Ρωσία, την Αίγυπτο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ενώ η κυβέρνηση της Λιβύης του πρωθυπουργού Χαμίντ Ντμέιμπα (όπως και η προηγούμενη του Σάρατζ) εξαρτάται από την Τουρκία. Πολύ παρόμοια με τον συμμοριτοπόλεμο στη Συρία, οι γραμμές σύγκρουσης του πολέμου διά αντιπροσώπων στη Λιβύη είναι εμφανείς. Στη Συρία, η Μόσχα είναι στο πλευρό του Μπάσαρ αλ Άσαντ, ενώ η Άγκυρα στηρίζει τους σουνίτες τζιχαντιστές. Η Τουρκία στα τέλη του 2019 παρενέβη στην λιβυκή σύγκρουση, προαναγγέλλοντας το σημείο καμπής υπέρ των δυνάμενων του Σάρατζ. Ειδικότερα τα τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη αποδυνάμωσαν σημαντικά τις δυνάμεις του Χαφτάρ, ομοίως και οι περίπου 5.000 σουνίτες Σύριοι μισθοφόροι υπό τις εντολές Τούρκων αξιωματικών. Κάτι αντίστοιχο συνέβη με την καθοριστική επέμβαση της Ρωσίας στα τέλη του 2015 στην Συρία, μια επέμβαση η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ήττα των τζιχαντιστών του ISIS και την στήριξη του καθεστώτος Άσαντ.

Με τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη Λιβύη, η στρατιωτική υποστήριξη από το εξωτερικό αποκτά σταθερά σημαντική σημασία και για τα δύο μέρη του εμφυλίου πολέμου. Σε σχέση με αυτό, οι αναστολές για τις απώλειες αμάχων, κυρίως από την χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών και καμικάζι-drones, έχουν μειωθεί αισθητά. Η Λιβύη έχει γίνει πεδίο χρήσης μη επανδρωμένων μαχητικών αεροσκαφών, τόσο από την πλευρά της Τρίπολης με τα τουρκικά drones Bayraktar TB2 και Kargu-2, όσο και από την πλευρά Χαφτάρ που εν τω μεταξύ έχει εξοπλιστεί με τα drones Wing-Loong κινεζικής κατασκευής που του έχουν προμηθεύσει τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Η Ρωσία έχει εντείνει τη συμμετοχή της στη Λιβύη από την άνοιξη του 2020, ρωσικές ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες PMCs (Private Military Companies), πέραν της Ομάδας Βάγκνερ, αγωνίζονται στο πλευρό του στρατηγού Χαλίφα Χαφτάρ. Η Ρωσία προσπαθεί σαφώς να γίνει ο αποφασιστικός παράγοντας στην Λιβύη, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές ήδη το έχει καταφέρει. Για πάρα πολύ καιρό, η Ρωσία είχε αρνηθεί την πλήρη έκταση της εμπλοκής της στον λιβυκό εμφύλιο πόλεμο, αλλά τώρα δεν υπάρχει πλέον αυτή η άρνηση. Όταν ο Λίβυος στρατηγός Χαφτάρ ανέλαβε τη στρατιωτική διοίκηση των δυνάμεων της λιβυκής κυβέρνησης στο Τομπρούκ το 2014, η ρωσική κυβέρνηση τον είδε ως κατάλληλο εταίρο για να φροντίσει τα ρωσικά συμφέροντα στη Λιβύη, ο Χαφτάρ προσέφερε στη ρωσική κυβέρνηση πρόσβαση στη λιβυκή αγορά ενέργειας και στη χρήση των λιμένων της Μεσογείου στο Τομπρούκ και στη Ντέρνα.

Μέχρι στιγμής, η ρωσική κυβέρνηση έχει βασιστεί σε έμμεση στρατιωτική παρουσία Ρώσων μισθοφόρων στην Λιβύη. Ανάλυση του «Washington Institute» εξηγεί ότι «η τάση να βασίζεται η Μόσχα όλο και περισσότερο σε ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες ως μέσο εξωτερικής πολιτικής αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό της στρατηγικής του Πούτιν σε πολλούς τομείς». Σύμφωνα με το «Washington Institute», ένα πολύπλοκο μείγμα υπεργολάβων στρατιωτικών εταιριών καθιστά δύσκολο να προσδιοριστούν με σαφήνεια οι ευθύνες των δυνάμεων που έχουν αναπτυχθεί από ρωσικής πλευράς στην Λιβύη. Οι PMCs περιλαμβάνουν ελεύθερους σκοπευτές καθώς και τεχνικούς που ειδικεύονται στη χρήση drones. Για παράδειγμα, τους τελευταίους μήνες κατάφεραν να καταρρίψουν ένα αμερικανικό μη επανδρωμένο κατασκοπευτικό αεροσκάφος και ένα ιταλικό μη επανδρωμένο αεροσκάφος, κάτι που απαιτεί τεχνική κατάρτιση και τεχνογνωσία που δεν διαθέτουν τα στρατεύματα του Χαφτάρ.

Ο Χαφτάρ θεωρείται αυστηρός αντίπαλος των εξτρεμιστικών ισλαμικών τάσεων, αυτό τον καθιστά φυσικό πολιτικό εταίρο της κοσμικής αιγυπτιακής κυβέρνησης του Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι. Ο Σίσι ηγήθηκε του επιτυχημένου στρατιωτικού πραξικοπήματος κατά του προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι και της Μουσουλμανικής Αδελφότητας της Αιγύπτου το 2013, κατατροπώνοντας τις εξτρεμιστικές ισλαμικές δυνάμεις στην χώρα του. Μαζί με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τα οποία καταπολεμούν επίσης την περιφερειακή επιρροή των Αδελφών Μουσουλμάνων, ο αλ Σίσι είναι σαφώς αντίθετος με τη λιβυκή κυβέρνηση του πρωθυπουργού Αμπντούλ Χαμίντ Ντμέιμπα, η οποία αναγνωρίζεται μεν από πολλές χώρες και τον ΟΗΕ, κυβερνά όμως μόνο ένα μικρό μέρος της χώρας και εξαρτάται από τις ψήφους ακραίων ισλαμικών ομάδων στο κοινοβούλιο της Τρίπολης.

Η Γαλλία υποστηρίζει επίσης τον Χαφτάρ, σε αντίθεση με την Ιταλία που μεσολαβεί στο πλευρό της Τρίπολης. Ο Φαγέζ αλ Σάρατζ ως πρωθυπουργός είχε δηλώσει το 2019 στη γαλλική εφημερίδα Le Monde ότι «η στήριξη της Γαλλίας προς τον Χαφτάρ τον οδηγεί να αποσυρθεί από την ειρηνευτική διαδικασία και να επιτεθεί στην Τρίπολη». Στο Παρίσι, η κριτική του απορρίφθηκε ως αβάσιμη, αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Σε δήλωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την επίθεση στην Τρίπολη των δυνάμεων του Χαφτάρ, η Γαλλία εμπόδισε να κατονομαστεί ο στρατηγός ως υπεύθυνος.

Είναι επίσης γεγονός ότι η Γαλλία είχε υποστηρίξει στρατιωτικά τον Χαφτάρ στην νίκη επί των τζιχαντιστών της Βεγγάζης το 2016. Ο Εμμανουέλ Μακρόν συνεχίζει την πολιτική για την Λιβύη του προκατόχου του Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος διατηρεί επίσης καλές σχέσεις με τον Χαφτάρ. Η Γαλλία σαφώς επιδιώκει οικονομικά συμφέροντα στην Λιβύη, η γαλλική εταιρεία ενέργειας Total δραστηριοποιείται όλο και περισσότερο στην πλούσια σε πετρέλαιο χώρα και ανταγωνίζεται την ιταλική πετρελαϊκή εταιρεία Eni. Στο Παρίσι, ο Χαφτάρ φαίνεται να είναι πιο κατάλληλος ως εταίρος απ’ ότι ο Ντμέιμπα και πιο ικανός να σταθεροποιήσει την Λιβύη.

Οι νεο-οθωμανικές φιλοδοξίες της Τουρκίας στην Λιβύη δεν επικεντρώνονται αποκλειστικά στην κατάσταση ασφαλείας στη χώρα, η Τουρκία θέλει να αποσπάσει ένα μερίδιο των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στη Μεσόγειο, τα οποία μέχρι στιγμής διαχειρίζονται η Ελλάδα, η Κύπρος, το Ισραήλ και η Αίγυπτος. Η Λιβύη επίσης δικαιούται μέρος του φυσικού αερίου, στο οποίο η Άγκυρα προφανώς επιθυμεί να αποκτήσει πρόσβαση με τη βοήθεια της κυβέρνησης της Τρίπολης. Η τουρκική κυβέρνηση επανειλημμένα έχει δηλώσει ότι θα συνεχίσει να στηρίζει τις κυβερνητικές δυνάμεις της Τρίπολης στην προέλαση τους εναντίον των δυνάμεων του Χαφτάρ, με την παροχή στρατιωτικής και οικονομικής στήριξης στην Λιβύη του Ντμέιμπα η Άγκυρα αποσκοπεί να έχει σημαντική επιρροή στις ειρηνευτικές διαδικασίες, καθώς και στο μοίρασμα της εξουσίας στην μετα-εμφυλιακή εποχή.

Συμπεράσματα: Ο λιβυκός εμφύλιος πόλεμος έχει γίνει το σκηνικό ετερογενών συμφερόντων διαφορετικών κρατών και απειλεί έτσι να διαιωνίσει τις στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ των εγχώριων εμπλεκομένων, με τη συμμετοχή ξένων μισθοφόρων και στρατιωτικών εξοπλισμών που παρέχονται από διαφορετικά κράτη.
Ωστόσο, ο στρατηγός Χαφτάρ με τις δυνάμεις του ελέγχει μεγάλο μέρος της Λιβύης και η διαίρεση της Λιβύης σε διεθνείς σφαίρες επιρροής μπορεί να είναι ένα μελλοντικό σενάριο. Η ανατολική Λιβύη θα παραμείνει στον Χαφτάρ, που θα υποστηρίζεται από την Ρωσία. Η δυτική Λιβύη και η πρωτεύουσα Τρίπολη θα υποστηρίζεται από την Τουρκία, η οποία θα συνεχίσει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα ευρωπαϊκά κράτη που ενδιαφέρονται για τον λιβυκό εμφύλιο πόλεμο, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία, απλώς είναι οι δευτεραγωνιστές, τα αποτελέσματα και οι αποφάσεις της Διάσκεψης για τη Λιβύη στο Βερολίνο σίγουρα δεν ήταν επαρκή για αυτούς. Ως αποτέλεσμα αυτής της αποτυχίας, η Ρωσία και η Τουρκία έχουν πλέον καλύψει το κενό πολιτικής ασφάλειας, ενώ οι Ευρωπαίοι έχουν χάσει την επιρροή και την αξιοπιστία τους, γεγονός που δεν τους καθιστά πλέον περιζήτητους διαπραγματευτές.

Η κατάσταση της ασφάλειας στη Λιβύη θα παραμείνει τεταμένη, ο τερματισμός του εμφυλίου πολέμου δεν είναι προβλέψιμος μεσοπρόθεσμα και η πορεία του εμφυλίου θα εξαρτηθεί από τις αποφάσεις ασφάλειας και στρατιωτικής πολιτικής που θα λάβουν στο μέλλον κυρίως η Ρωσία και η Τουρκία. Μια συνεργασία Μόσχας-Άγκυρας δεν μπορεί να αποκλειστεί, με δεδομένο και την απομάκρυνση της Τουρκίας από την Δύση.

Γ. Λιναρδής 

Μοιραστείτε το στο Twitter !


"Δεν μου αρέσει ο πόλεμος, αλλά προτιμώ να τον κάνω νωρίτερα παρά αργότερα" Nαπολέων


2021 copyright istos.net.gr