Ι.ΣΤ.Ο.Σ.

ΙΔΡΥΜΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ

Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο αντανακλά μια σημαντική αλλαγή κατεύθυνσης, μια αλλαγή στην οποία ο Ερντογάν επέλεξε την στρατιωτικοποίηση της διπλωματίας, δίνοντας προτεραιότητα στην χρήση μέσων σκληρής ισχύος και στην ανάπτυξη και επέκταση της επιρροής της Τουρκίας στο εξωτερικό.

Από την ανάληψη της εξουσίας το 2003, ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας και νυν πρόεδρος Ερντογάν έχει επιδιώξει να μετατρέψει την Τουρκία σε διαπεριφερειακή δύναμη, η οποία μπορεί να θέτει τους όρους για ένα νέο πρότυπο συνδεσιμότητας «Alla turca» μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής.

Αυτή η συνδεσιμότητα προωθήθηκε αρχικά με μια ήπια πολιτική ισχύος με τίτλο «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες» (Αχμέτ Νταβούτογλου), η οποία πρόβαλλε την διαπεριφερειακή ατζέντα μέσω πολιτικού διαλόγου, οικονομικών αλληλεξαρτήσεων και πολιτιστικών σχέσεων. Η «Αραβική Άνοιξη» σηματοδότησε ένα σημείο καμπής σε αυτή την πολιτική, ο Ερντογάν διέβλεψε ένα κενό ισχύος στην διαπεριφερειακή αρχιτεκτονική ασφαλείας και διαρθρωτικές προκλήσεις που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί η Τουρκία.
Η Άγκυρα την τελευταία δεκαετία έδωσε προτεραιότητα στην στρατιωτικοποίηση της διπλωματίας μέσω ανάπτυξης βάσεων και παρουσίας στρατιωτικών δυνάμεων στην Αραβική Χερσόνησο, Ανατολική και Βόρεια Αφρική, προβολής ναυτικής ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο και στρατιωτικής παρουσίας στην Μέση Ανατολή. Σημειώνουμε ότι αυτή η στρατιωτικοποίηση της διπλωματίας δεν θα ήταν εφικτή χωρίς την ισχυρή ανάπτυξη και την συνδρομή της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας.

Τον Απρίλιο του 2016 η Τουρκία εγκαινίασε την βάση «Ταρίκ μπιν Ζιγιάντ» στο Κατάρ, η οποία σήμερα στεγάζει 5.000 Τούρκους στρατιώτες, τον Σεπτέμβριο του 2017 άνοιξε μια μεγάλη στρατιωτική βάση στο Μογκαντίσου της Σομαλίας. Η τουρκική βάση στο Μογκαντίσου έχει την ικανότητα να στεγάσει εναέρια, ναυτικά και χερσαία μέσα, έτσι η Άγκυρα αποκτά στρατιωτική ισχύ κοντά στον Κόλπο του Άντεν, στην είσοδο της Ερυθράς Θάλασσας.

Τον Δεκέμβριο του 2017 κατά την διάρκεια επίσκεψης του Ερντογάν στο Σουδάν, ο τότε πρόεδρος της χώρας Ομάρ αλ Μπασίρ συμφώνησε να μισθώσει για 99 χρόνια το λιμάνι Σουάκιν στην Τουρκία. Η συμφωνία προέβλεπε την χρήση του λιμανιού για οποιαδήποτε στρατιωτική χρήση. Ωστόσο η προσπάθεια αυτή της Άγκυρας δεν είχε αίσιο τέλος, καθώς η κυβέρνηση του αλ Μπασίρ ανετράπη τον Απρίλιο του 2019. Η νέα κυβέρνηση που υποστηρίχθηκε οικονομικά με 3 δισεκατομμύρια δολάρια από την Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ακύρωσε την συμφωνία του Ερντογάν με τον αλ Μπασίρ.

Παρά την αποτυχία του εγχειρήματος Σουάκιν είναι ορατό ότι η Τουρκία προσπαθεί να δημιουργήσει θαλάσσιες γραμμές επικοινωνίας SLOCs (Sea Lines of Communications) που εκτείνονται από τις ακτές της Μεσογείου (συμπεριλαμβανομένης της κατεχόμενης Βόρειας Κύπρου) μέσω του διαδρόμου της Ερυθράς Θάλασσας έως το Κέρας της Αφρικής και από το Κέρας στο Κατάρ, στον Περσικό Κόλπο.

Στην Ανατολική Μεσόγειο οι κινήσεις της Τουρκίας υποστηριζόμενες από στρατιωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής εμπλοκής της στην σύγκρουση στην Λιβύη και στον συμμοριτοπόλεμο της Συρίας, γίνονται στο πλαίσιο ενός ισχυρού στρατηγικού προσανατολισμού και στηρίζονται σε μια συγκεκριμένη στρατηγική λογική (τα ρωσικά συστήματα S-400 είναι ο προθάλαμος αυτής της στρατηγικής). Είναι τεράστιο λάθος να θεωρούνται αυτές οι ενέργειες ως ακανόνιστες κινήσεις που αποσκοπούν στην διατάραξη των σχεδίων άλλων χωρών ή αποσκοπούν αποκλειστικά στην διατάραξη των σχέσεων με την Ελλάδα και τα συμφέροντα της.

Οι ενέργειες της Τουρκίας αποτελούν μέρος της «καταναγκαστικής διπλωματίας» (coercive diplomacy) της Άγκυρας, της στρατιωτικοποίησης των μέσων εξωτερικής πολιτικής, είναι ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό της στρατηγικής της λογικής. Τα κράτη που επιδίδονται σε «coercive diplomacy» επιδιώκουν είτε να αποτρέπουν τους αντιπάλους τους από το να αναλαμβάνουν ορισμένες ενέργειες ή τους υποχρεώνουν να συμπεριφέρονται με συγκεκριμένους τρόπους. Και στις δυο περιπτώσεις αυτού του είδους η διπλωματία βασίζεται σε μια αξιόπιστη απειλή που σε τελευταία ανάλυση στηρίζεται σε υλικές (στρατιωτικές) ικανότητες και στην θέληση να τις χρησιμοποιήσει.
Η απειλή μπορεί να έχει δυο μορφές. Την τιμωρία ή την άρνηση. Οποιαδήποτε καταναγκαστική διπλωματική κίνηση βασίζεται σε μια πεποίθηση του εμπνευστή αυτής (της Άγκυρας εν προκειμένω) ότι ελέγχει την κλιμάκωση.

Εάν ο αντίπαλος (ή οι αντίπαλοι) αισθάνεται ότι έχει καλύτερες επιλογές με αντίποινα αντί να συμμορφωθεί με την απειλή, ο εξαναγκασμός θα αντιμετωπίσει το εξής δίλημμα: Είτε να υποχωρήσει, κάτι που θα έχει κόστος φήμης, είτε να κλιμακώσει, κάτι που σημαίνει στρατιωτική αναμέτρηση.

Η στρατηγική της «coercive diplomacy» απαιτεί μεγάλη προσοχή και ικανότητα από τους εμπνευστές της και σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό από ηγέτες που δεν φοβούνται να αναλαμβάνουν κινδύνους. Στην ανάγνωση από τουρκικής πλευράς του στρατηγικού περιβάλλοντος στην Ανατολική Μεσόγειο, η στρατιωτική ισχύς είναι το κυρίαρχο μέσο προώθησης της διπλωματίας, με σκοπό την διεκδίκηση στρατηγικής αυτονομίας και περιφερειακής ηγεσίας. Στρατηγική αυτονομία σημαίνει απομάκρυνση από την Δύση και τους θεσμούς της και προσανατολισμός προς δυνάμεις που εξυπηρετούν αυτή την αυτονομία.

Το τουρκικό αφήγημα της άμεσης σύνδεσης μεταξύ στρατιωτικής δύναμης και διπλωματικής επιρροής τροφοδοτείται από την εμπειρία της Άγκυρας στην Συρία. Η Συρία ήταν ένα διπλωματικό φροντιστήριο για την Τουρκία. Με την προσφυγή σε στρατιωτικά μέσα, μια προσφυγή που από πλευράς πολιτικών μερισμάτων χαρακτηρίζεται ως επιτυχής, η Τουρκία αυτοεξουσιοδοτήθηκε να αντιμετωπίσει τις επακόλουθες επιχειρήσεις έχοντας ως προηγούμενο την Συρία.

Η συμπεριφορά της Τουρκίας στηρίζεται στην υπόθεση ότι οι αντίπαλοι της θα δυσκολευτούν να κλιμακώσουν ενέργειες εναντίον της, είτε λόγω της αποστροφής τους να θέσουν εν κινδύνω δυτικά συμφέρονται και συμμαχίες, είτε λόγω της αδυναμίας τους να θέσουν μια αξιόπιστη πρόκληση (βλ. Ελλάδα).

Οι κινήσεις της Τουρκίας μέχρι στιγμής συνολικά έχουν αποδώσει καρπούς, πρώτον διότι στέρησαν από τους αντιπάλους την ικανότητα να επιτύχουν τους στόχους τους, δεύτερον, τους κάνουν να ενεργήσουν σύμφωνα με τα συμφέροντα της (βλ. Λιβύη). Αν και οι κινήσεις της θεωρούνται υψηλού ρίσκου, το αποτέλεσμα αυτών έχει αποδείξει το αντίθετο.
Η εκτίμηση της Τουρκίας για κλιμάκωση των ενεργειών της δια στρατιωτικοποίησης των μέσων εξωτερικής πολιτικής, μέχρι στιγμής αποδείχθηκε σωστή, υπολογίζοντας σωστά τις πιθανές αμερικανικές και ευρωπαϊκές αντιδράσεις. Στο εσωτερικό της χώρας, η πολιτική της στην Ανατολική Μεσόγειο συνδέθηκε με την υπεράσπιση κυριαρχικών δικαιωμάτων, μια στάση που υποστηρίζεται ανεπιφύλακτα και από τα αντιπολιτευόμενα κόμματα.

Όσο αφορά το διεθνές περιβάλλον αυτής της συγκρουσιακής εξωτερικής πολιτικής, η Τουρκία κατάφερε να περιορίσει την κλιμακούμενη δυναμική σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις. Όταν ήρθε αντιμέτωπη με ισχυρούς παράγοντες υποχώρησε ή συμβιβάστηκε, δίνοντας χώρο στις διπλωματικές διαπραγματεύσεις και προσφέροντας στον αντίπαλο την ευκαιρία να επανεξετάσει τις επιλογές. Αυτή η τακτική όμως ενισχύει ταυτόχρονα και την νομιμότητα των μέσων που χρησιμοποιεί, μέσα τα οποία επανέρχονται ως ένας ατελείωτος δακτύλιος στρατιωτικοποιημένων διπλωματικών εμπλοκών (βλ. Ελλάδα).

Η Τουρκία με την «coercive diplomacy», με την επιθετική διπλωματία των κανονιοφόρων, προφανώς κινδυνεύει να υπονομεύσει την στήριξη της Δύσης προς την κυβέρνηση Ερντογάν, κάτι που διαφαίνεται έντονα. Είναι βέβαιο ότι δημιουργούνται διλήμματα ασφαλείας για τους συνομιλητές της, με συνέπεια οι τουρκικές εμπλοκές να προκαλούν αντιπαραθέσεις μεταξύ των αντιπάλων της, γεγονός που καθιστά την κατάσταση ώριμη για περαιτέρω κλιμάκωση στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς η «coercive diplomacy» δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της Άγκυρας στην περιοχή.

Λαμβάνοντας υπόψη τις εντεινόμενες στρατηγικές αλληλεπιδράσεις πολλών παραγόντων στην Ανατολική Μεσόγειο και τα αυξανόμενα μηνύματα ότι τα κέρδη από την χρήση ή την απειλή βίας υπερτερούν των κινδύνων, η Τουρκία θα υπερασπιστεί την επιθετική εξωτερική της πολιτική με όλα τα μέσα.
Η Τουρκία ενσωματώνει πολιτικές που θα της επιτρέψουν να γίνει ηγετικός εταίρος στην αναδυόμενη αρχιτεκτονική ασφαλείας που συνδέει την Ανατολική Μεσόγειο, την Αραβική Χερσόνησο και την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Αφρικής.

Οι δεσμεύσεις της την αναγκάζουν να αποκλείσει τον συμβιβασμό χωρίς απτά οφέλη, η στρατιωτική αναμέτρηση για ζητήματα που άπτονται κυρίως των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας είναι περισσότερο από πιθανή.

Γ. Λιναρδής 

Μοιραστείτε το στο Twitter !


"Δεν μου αρέσει ο πόλεμος, αλλά προτιμώ να τον κάνω νωρίτερα παρά αργότερα" Nαπολέων


2021 copyright istos.net.gr