Ι.ΣΤ.Ο.Σ.

ΙΔΡΥΜΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

EΛΛΗΝΙΚΗ ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ: ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ 1821-1940
Η ιστορική αναδρομή από την Επανάσταση του 1821 έως τον Ελληνο-Ιταλικό Πόλεμο γίνεται για να ψηλαφηθεί η ανοδική πορεία της Αμυντικής Βιομηχανίας, ακόμη και σε χαλεπούς καιρούς του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, ακόμη και σε περιόδους που οι Έλληνες δεν είχαν τα προς το ζην.

Οι αγωνιστές της Επανάστασης χρησιμοποιούσαν εμπροσθογεμή όπλα τα οποία προέρχονταν κυρίως από λάφυρα που είχαν κατασκευαστεί από βαλκάνιους (και τούρκους) οπλουργούς και ήταν συνήθως αντίγραφα ιταλικών όπλων. Η ποιότητα των αντιγράφων ήταν πολύ κατώτερη των πρωτοτύπων με αποτέλεσμα να αχρηστεύονται εύκολα. Για να καλυφθούν οι ανάγκες επισκευής το 1824 ο λόρδος Byron δημιούργησε στο Μεσολόγγι εργαστήριο επισκευής όπλων και έφερε προς τούτο με δικά του έξοδα από την Αγγλία εργαλεία και συσκευές. Επικεφαλής αυτής της επισκευαστικής μονάδας ήταν ο φιλέλληνας Σουηδός Ηess. Το όλο εγχείρημα καταστράφηκε κατά την έξοδο του Μεσολογγίου. Αμέσως μετά (1824) με πρωτοβουλία του σώματος πυροβολικού δημιουργείται στο Ναύπλιο, με την καθοδήγηση φιλελλήνων αξιωματικών, οπλουργείο και πυροτεχνουργείο για την επισκευή όλων των αναγκαίων για τον πόλεμο υλικών. Την προσπάθεια αυτή συνεχίζει το 1825 ο Γάλλος συνταγματάρχης Arnault, ο οποίος υποστηριζόμενος από τεχνικούς της πατρίδας του ιδρύει στο Ναύπλιο «Οπλοστάσιο», στο οποίο ενσωματώνει και το προαναφερθέν οπλουργείο, για την κατασκευή και επισκευή φορητών όπλων καθώς και λογχών και εκρηκτικών υλών.

Το Οπλοστάσιο λειτούργησε έως το τέλος της περιόδου της βασιλείας Γεωργίου Α΄ και είχε μεγάλη δραστηριότητα στην συναρμολόγηση, επισκευή, συντήρηση κάθε είδους όπλων, κυρίως καριοφίλια και λαζαρίνες. Σώζονται ακόμη καριοφίλια με την επιγραφή «ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΟ ΝΑΥΠΛΙΟΥ». Το Οπλοστάσιο Ναυπλίου μπορεί να θεωρηθεί χωρίς δόση υπερβολής η πρώτη εθνική αμυντική βιομηχανία της νεωτέρας Ελλάδας, όπως και το μπαρουτάδικο των αδελφών Σπηλιωτόπουλων στην Δημητσάνα το πρώτο εθνικό πυριτιδοποιείο. Το Οπλοστάσιο Ναυπλίου και το μπαρουτάδικο των Σπηλιωτόπουλων είχαν σημαντικότατη συνδρομή στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι ο πρώτος τακτικός στρατός της Επανάστασης χρησιμοποίησε το φορητό όπλο Charleville M1777 (γαλλικό), εμπροσθογεμές με μηχανισμό πυρόλιθου, διαμέτρημα 17,50 mm και δραστικό βεληνεκές 30 έως 60 μέτρα (αντίστοιχα ήταν και τα τεχνικά χαρακτηριστικά των καριοφιλιών και των λαζαρίνων).

Η επίσημη θεσμοθέτηση του Οπλοστασίου του Ναυπλίου έγινε από τον Καποδίστρια. Η πρώτη επίσημη ανάθεση παραγγελίας ήταν η «έγχυση σφαιρών κανονίων», όπως αναφέρει η τότε Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος. Ο βασιλεύς Όθων ανέθεσε την διεύθυνση του Οπλοστασίου σε Βαυαρούς τεχνικούς (Heideck και Schnitzlein), οι οποίοι επέβλεπαν τους πολλούς Έλληνες τεχνίτες. Το 1833 ιδρύεται από τον Όθωνα το πυριτιδοποιείο Κεφαλαριού (Άργος), το οποίο λειτούργησε υπό την διοίκηση του Οπλοστασίου.

Το 1858 το Οπλοστάσιο Ναυπλίου δείχνει την πρώτη σοβαρή αναπτυξιακή του δράση σε επίπεδο τεχνογνωσίας. Οι τεχνίτες διέλυσαν όλα τα άχρηστα όπλα των αποθηκών και έφτιαξαν νέα κρουστικά όπλα που λειτουργούσαν με καψύλια και τροποποίησαν όσα διέθεταν τους παλαιούς μηχανισμούς πυρόλιθου. Η αναπτυξιακή δράση συνεχίζεται και τα επόμενα χρόνια, με τους Έλληνες τεχνικούς να αφομοιώνουν την τεχνογνωσία. Πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στο οπισθογεμές φορητό όπλο «Μυλωνά» γνωστό στην διεθνή βιβλιογραφία ως «Μ1872 Greek Mylonas», επινόησης του Ευστάθιου Μυλωνά αρχιτεχνίτη του Οπλοστασίου.

Το Υπ. Στρατιωτικών ενέκρινε την προμήθεια του «Μ1872 Μυλωνάς», επειδή όμως ήταν αδύνατη η μαζική του παραγωγή στις εγκαταστάσεις του Οπλοστασίου, ανατέθηκε η παραγωγή στο εργοστάσιο Nagant στην Λιέγη του Βελγίου. Το όπλο αυτό ήταν όμοιο του γαλλικού Chassepot με κάποιες τεχνικές διαφορές, παρ’ όλα αυτά ήταν μία τεράστια αναπτυξιακή προσπάθεια για την εποχή. Το 1876 αγοράστηκαν 8.000 τέτοια φορητά όπλα και 500 αραβίδες υποδείγματος 1872 του Μυλωνά, δεν χρησιμοποιήθηκαν στον πόλεμο του 1897 διότι εν τω μεταξύ ο ελληνικός στρατός είχε εξοπλιστεί το 1877 με τα Gras Μ1874 (οπισθογεμές με κινητό ουραίο, τροφοδοσία ενός φυσιγγίου). Από τις αρχές του 20ου αιώνα η λειτουργία του Οπλοστασίου παρακμάζει και τελικά διακόπτεται το 1908.

Το 1884 οι «αφοί Μαλτσινιώτη», τρία αδέλφια από την Σπάρτη, ξεκίνησαν σε ένα μικρό μαγαζάκι στο Μοναστηράκι να πωλούν κυνηγετικά όπλα και φυσίγγια και πολύ γρήγορα επεκτάθηκαν σε επισκευές και ανακατασκευές. Αναπτύχθηκαν πολύ γρήγορα και ίδρυσαν το 1891 το δικό τους εργοστάσιο παραγωγής φυσιγγίων, στην αρχή στο Ψυχικό και μετά στον Υμηττό. Το 1900 απασχολούν στον Υμηττό 200 εργαζόμενους. Στην αρχή επαναγόμωναν φυσίγγια για τα όπλα Gras Μ1874 με το οποία είχε εξοπλιστεί ο ελληνικός στρατός. Οι αφοί Μαλτσινιώτη ανέπτυξαν σημαντικά την καλυκοποιεία και το κυριότερο, απέκτησαν σπουδαία τεχνογνωσία για την εποχή. Έγιναν οι κύριοι προμηθευτές του στρατού σε πυρομαχικά, αλλά και προμηθευτές των Μακεδονομάχων και Κρητών. Με την προμήθεια το 1907 από τον Ελληνικό Στρατό του νέου όπλου Mannlicher- Schönauer (κινητό ουραίο, δεσμίδα 5 φυσιγγίων), οι αφοί Μαλτσινιώτη είναι σε θέση να παράγουν με μηχανολογικό εξοπλισμό από Βέλγιο και Γερμανία εγχώρια φυσίγγια με μπρούντζινους κάλυκες για αυτά τα νέα όπλα.

Ενώ λοιπόν οι προσπάθειες του ελληνικού κράτους με το Οπλοστάσιο Ναυπλίου βαλτώνουν, είτε για λόγους ξένου συμφέροντος και δόλου ή από έλλειψη ουσιαστικού ενδιαφέροντος, αλλά και από έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, οι αφοί Μαλτσινιώτη καταφέρνουν να αναπτύξουν την εταιρία τους και συγχωνεύονται το 1907 με μία άλλη μικρότερη εταιρία, το «Ελληνικό Πυριτιδοποιείο Χημικών και Βιομηχανικών Προϊόντων», και έτσι αποκτούν τεχνογνωσία και στον τομέα της πυρίτιδας. Η νέα εταιρία ονομάζεται ΠΥΡΚΑΛ (Πυριτιδοποιείο- Καλυκοποιείο) και θα μείνει ενεργή ως το 2004, οπότε και συγχωνεύεται με την ΕΒΟ (Ελληνική Βιομηχανία Όπλων) σε μια νέα κρατική εταιρεία, τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ).

Το έτος 1927 η εταιρία ΠΥΡΚΑΛ, μετά από ατυχείς χειρισμούς των Καλύβα και Λογοθέτη οι οποίοι είχαν εν τω μεταξύ αναλάβει τα ηνία από τους αδελφούς Μαλτσινιώτη το 1920, περνά στα χέρια του πολύ γνωστού Κωνσταντινουπολίτη επιχειρηματία Μποδοσάκη και μένει στα χέρια της οικογένειάς του ως το 1981, οπότε και «κοινωνικοποιείται» από τους πολιτικάντηδες του ΠΑΣΟΚ. Σημειώνουμε ότι η συνεισφορά της ΠΥΡΚΑΛ στην άμυνα της Ελλάδας στις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν σημαντικότατη, αφού προμηθεύει με πυρομαχικά τον στρατό και στηρίζει τον Μεταξά στις πολεμικές προετοιμασίες εναντίον των Ιταλών και Γερμανών. Θα πρέπει να τονισθεί με έμφαση ότι ο Μεταξάς και το στρατιωτικό του επιτελείο είχαν ταχθεί αναφανδόν υπέρ της ανάπτυξης εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας και έλαβαν προς τούτο τα αναγκαία κυβερνητικά μέτρα για την οικονομική ενίσχυση αυτής της προσπάθειας.

ΕΞΕΛΙΞΗ 1951-2005
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η εταιρία ΠΥΡΚΑΛ συνεχίζει να αναπτύσσεται και η τεχνογνωσία που εγκολπώνεται περιλαμβάνει τα διαμετρήματα 5.56, 7.62, 12.7, 20, 30 και 35 mm. Επίσης βλήματα όλμων 60, 81 και 120 mm, όπως και βλήματα πυροβόλων 120 και 155 mm. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην συμπαραγωγή του πυραύλου IRIS-T, πύραυλος αέρος-αέρος μικρού βεληνεκούς με κεφαλή υπέρυθρης αναγνώρισης. Παράλληλα το ελληνικό κράτος αποφασίζει την δεκαετία του 1970 την ίδρυση των εταιρειών Ελληνική Βιομηχανία Όπλων (ΕΒΟ) και Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ).

Ήδη αρχές του 1970 είχε ιδρυθεί η «Stayr Hellas» που κατασκεύαζε στρατιωτικά φορτηγά και άρματα μάχης και η οποία τέλος της δεκαετίας του 1980 περιέρχεται υπό κρατικό έλεγχο με την επωνυμία ΕΛΒΟ (Ελληνική Βιομηχανία Οχημάτων). Στην εταιρεία αυτή κατασκευάστηκαν τα τεθωρακισμένα οχήματα μάχης «Kurrasier», «Λεωνίδας» και «Κένταυρος» και διάφορα άλλα στρατιωτικά οχήματα. Την δεκαετία του 2000 περιέρχεται σε ιδιώτη (Μυτιληναίος) και επανέρχεται σε κρατικά χέρια το 2011. Σήμερα η εταιρία αυτή με υπαιτιότητα του ελληνικού κράτους και αντί πινακίου φακής πωλήθηκε σε ισραηλινή κοινοπραξία, το μέλλον της θα εξαρτηθεί από τις παραγγελίες που θα λάβει από τον Ελληνικό Στρατό. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα υπάρξουν παραγγελίες, προφανώς έχουν δοθεί από την ελληνική κυβέρνηση υποσχέσεις στο Τελ Αβίβ.

Η ΕΒΟ τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της ακολουθεί μία αλματώδη πορεία και ιστορικά πραγματοποιεί την πρώτη επιτυχή σειριακή παραγωγή φορητού οπλισμού στην χώρα μας. Η παραγωγή περιλαμβάνει τα εξής προϊόντα: G3A3 και G3A4 (φορητό όπλο του ελληνικού στρατού με διαμέτρημα 7.62 mm), πολυβόλο MG3 του ελληνικού στρατού (διαμέτρημα 7.62 mm), υποπολυβόλα MP5 και HK11 της ελληνικής αστυνομίας και του στρατού (διαμέτρημα 9mm), πιστόλια των 9mm, το φορητό όπλο της FN Minimi (διαμέτρημα 5.56 mm, μόνο συναρμολόγηση), όπως επίσης κάννες των 20 mm του αντιαεροπορικού Rheinmetall, το αντιαεροπορικό σύστημα Artemis 30mm, απορριπτόμενες δεξαμενές αεροπλάνων κ.α. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει η ανάπτυξη και παραγωγή των όλμων 60, 81 και 120 mm που προμηθεύτηκε ελληνικός και κυπριακός στρατός, όπως επίσης και η συμπαραγωγή των αντιπυραυλικών συστημάτων Patriot.

Η ΕΑΒ (Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία) από την ίδρυση της, με την βοήθεια κυρίως αμερικανικής τεχνολογίας, πραγματοποιεί επισκευές και αναβαθμίσεις αεροσκαφών και κινητήρων της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας, καθώς και κατασκευές τηλεπικοινωνιακών και οπτοηλεκτρονικών συστημάτων, ενώ οι πολιτικές της δραστηριότητες (Airbus, Boeing) είναι επίσης σημαντικές. Η αναπτυξιακή της πορεία αν και υποβαθμισμένη συνεχίζεται μέχρι των ημερών μας, κυριότερο κατασκευαστικό έργο των τελευταίων ετών είναι η αναβάθμιση των ηλικίας 50 ετών αεροσκαφών ναυτικής υποστήριξης και συνεργασίας ORION P-3B και των F-16 στην έκδοση Viper.

ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΕΝΗ ΑΠΑΞΙΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟ 2005
Στην ιστορική μας αναδρομή αναφερθήκαμε στον μπαρουτόμυλο της Δημητσάνας και στην μέγιστη συνδρομή των αδελφών Σπηλιωτόπουλων στον αγώνα του 1821. Ένας άλλος Σπηλιωτόπουλος, ο οποίος γενεαλογικά δεν έχει καμία σχέση με την Δημητσάνα, υπουργός Άμυνας της Νέας Δημοκρατίας το 2004, φροντίζει μαζί με όλους τους άλλους πολιτικάντηδες να βάλει κυριολεκτικά την ταφόπλακα στην κρατική Αμυντική Βιομηχανία. Από την περίοδο της υπουργίας του παύουν οι οποιεσδήποτε αναθέσεις παραγγελιών στην Αμυντική Βιομηχανία, ακυρώνεται μάλιστα με ατυχείς χειρισμούς που μόνον τυχαίοι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν, η συμφωνία που ήταν στα σκαριά για την παραγωγή και προμήθεια του ελληνικού στρατού (αρχικά των ειδικών δυνάμεων) του υπερσύγχρονου φορητού όπλου G36 διαμετρήματος 5.56Χ45 mm. Επίσης ακυρώνεται η παραγωγή του βλήματος 120 mm για τα πυροβόλα των αρμάτων Leopard 2.

Σε προσωπική ερώτηση που του είχε κάνει ο υπογράφων (ως τότε Γεν. Δντής των ΕΑΣ) σχετικά με την αντιμετώπιση των προβλημάτων συρρίκνωσης της Αμυντικής Βιομηχανίας, όπως απώλεια τεχνογνωσίας, υποαπασχόληση, αμυντικό δόγμα, η απάντησή του ήταν «μα αφού πληρώνεστε, γιατί διαμαρτύρεστε !!!». Από το 2005 λοιπόν, μία ημερομηνία που σίγουρα θα μείνει στην ιστορία της Αμυντικής Βιομηχανίας ως απαρχή της απαξίωσης της, ο φυσικός πελάτης αυτής της βιομηχανίας που είναι το υπουργείο Άμυνας παύει να αναθέτει παραγγελίες αμυντικού υλικού ενδοχωρίως, με ελάχιστες και άνευ σημασίας εξαιρέσεις. Συνέχισε όμως να αναθέτει και να πληρώνει παραγγελίες σε ξένες εταιρείες και μάλιστα πολλές φορές για υλικά ποιοτικώς μη αποδεκτά αλλά και για υλικά που δεν απαιτούνται για το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων.

Η μη ανάθεση παραγγελιών από τον φυσικό πελάτη της Αμυντικής Βιομηχανίας συνεχίστηκε και επί των διαδόχων κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας, άνευ ουδεμίας υπερβολής η απαξίωση αυτού του κλάδου της ελληνικής οικονομίας συνεχίζεται μέχρι των ημερών μας. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της απαξίωσης είναι ότι ενώ πριν λίγες δεκαετίες ο αμυντικός κλάδος απασχολούσε πάνω από 10.000 εργαζόμενους, σήμερα απασχολεί όχι παραπάνω από 700. Ο αριθμός των απασχολουμένων είναι χαρακτηριστικός της καθίζησης που υπέστη η αμυντική βιομηχανία, ουδόλως δε οφείλεται στην αυτοματοποίηση των παραγωγικών διαδικασιών μέσω χρήσης σύγχρονου μηχανολογικού εξοπλισμού.

ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΜΥΝΤΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΔΑΦΙΚΗΣ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ
Τα ΕΑΣ είναι η μοναδική ελληνική αμυντική βιομηχανία παραγωγής πυρομαχικών, όπλων και οπλικών συστημάτων.
Η ΕΛΒΟ είναι (ήταν) η μοναδική ελληνική εταιρία παραγωγής και συναρμολόγησης στρατιωτικών ελαφρών και βαρέων οχημάτων. Η ΕΑΒ η μοναδική ελληνική εταιρία συμπαραγωγής και συντήρησης πολεμικών αεροσκαφών.
Επειδή αποτελεί κοινό τόπο η αμφισβήτηση της εδαφικής μας ακεραιότητας από την Τουρκία και άλλα όμορα κράτη, ενώ προφανώς η στρατιωτική εμπλοκή μας σε θερμό επεισόδιο κάθε άλλο παρά αποτελεί ακραίο σενάριο.

Επειδή επιβάλλεται να έχουμε ως χώρα την στοιχειώδη δυνατότητα αυξημένης αμυντικής θωράκισης, μέρος της οποίας αποτελούν τα όπλα, τα οπλικά συστήματα ,τα πυρομαχικά και προφανώς τα άρματα μάχης και τα πολεμικά αεροσκάφη. Προκύπτει λοιπόν ότι η διατήρηση σε ετοιμότητα και σε παραγωγική δραστηριότητα αυτών των μονάδων και ο εθνικός τους έλεγχος αποτελεί ύψιστη εθνική υποχρέωση. Οτιδήποτε άλλο αξιολογείται ως εθνική μειοδοσία. Ουδείς μπορεί να διανοηθεί ότι δύνανται να διεξαχθούν πολεμικές επιχειρήσεις σε βάθος χρόνου χωρίς την ύπαρξη εθνικών πολεμικών βιομηχανιών. Ουδείς αντίπαλος που σε επιβουλεύεται, θα σε πάρει σοβαρά υπόψη του, εάν δεν έχεις σοβαρή υποδομή πολεμικής βιομηχανίας, εκτός και θέλεις να άγεσαι και να φέρεσαι από τους δήθεν συμμάχους σου, οι οποίοι θα σε εγκαταλείψουν την κρίσιμη στιγμή όπως έχει γίνει πάντοτε στο παρελθόν.

Δεν υπάρχει Αμυντική Βιομηχανία ανά τον κόσμο που πρωτίστως να μην είναι προσηλωμένη στην κάλυψη των αναγκών των εθνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Συναντήσαμε στο πρόσφατο παρελθόν το παράδοξο, δυστυχώς οι ηλίθιοι καρεκλοκένταυροι του Υπουργείου Άμυνας εξακολουθούν να διατυμπανίζουν αυτό το παράδοξο, τουτέστιν να ζητείται η απεξάρτηση της Αμυντικής Βιομηχανίας από την «εσωτερική ζήτηση», που κυρίως εκφράζεται από τις ανάγκες του ΥΕΘΑ και των Ενόπλων Δυνάμεων και να αναζητείται η βιωσιμότητα της μέσω αύξησης της διεθνούς της παρουσίας (π.χ. των εξαγωγών), αντί να αναζητείται και να επιζητείται η αύξηση του μεριδίου συμμετοχής των εθνικών εταιριών στα εξοπλιστικά προγράμματα και γενικότερα στις προμήθειες των Ενόπλων Δυνάμεων.

Ποια ξένη χώρα, πέραν των άλλων παραμέτρων, θα ενδιαφερθεί να αγοράσει πολεμικό υλικό παραγωγής ελληνικής εταιρίας, το οποίο δεν θα έχουν προμηθευτεί οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις; Όσοι διατείνονται ότι δεν χρειαζόμαστε ως χώρα και ως έθνος Αμυντική Βιομηχανία υπό εθνικό έλεγχο ή είναι πολύ ηλίθιοι ή γιουσουφάκια ξένων συμφερόντων που σκοπό έχουν να οδηγήσουν την χώρα μας στρατηγικά σε μειονεκτική θέση, με στόχο την απεμπόληση κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, γινόμενοι δορυφόροι της Τουρκίας και του Ισραήλ, δυο χώρες της Ανατολικής Μεσογείου που έχουν αναπτύξει ισχυρότατη αμυντική βιομηχανία και τεχνογνωσία.

Ας πούμε πως η Ελλάδα εμπλέκεται σε μια στρατιωτική σύρραξη, κάτι που ουδόλως αποκλείεται από την εξέλιξη των γεγονότων. Ο χρόνος μιας σύρραξης δεν μπορεί να προβλεφθεί, όπως και ο χρόνος διάρκειας της. Αυτό τι σημαίνει σε πρακτικό επίπεδο; Θα απαιτηθούν πυρομαχικά και χιλιάδες ανταλλακτικά κάθε τύπου, από πέλματα ερπυστριών μέχρι κάννες όπλων και πυροβόλων. Η υλικοτεχνική υποστήριξη αποτελεί θεμελιώδες και δομικό συστατικό για την πορεία των επιχειρήσεων των ενόπλων δυνάμεων. Λόγω έλλειψης ανταλλακτικών και πυρομαχικών ακόμη κι αν ένα στράτευμα θριαμβεύει αρχικά, μπορεί τελικά να ηττηθεί (ας αναρωτηθούμε για πόσες ημέρες μάχης επαρκούν τα βλήματα των αρμάτων μάχης στον Έβρο).

Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς μπορεί να ηττηθεί μια χώρα χωρίς αμυντική βιομηχανία είναι αυτό του αραβο-ισραηλινού πολέμου Γιόμ Κιπούρ το 1973. Οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις αν δεν είχαν την αμέριστη και συνεχή βοήθεια των ΗΠΑ σε πυρομαχικά και ανταλλακτικά θα είχαν ηττηθεί κατά κράτος. Το πρώτο συμπέρασμα που έβγαλαν οι ισραηλινοί στρατηγοί με το πέρας του πολέμου ήταν η άμεση ανάγκη δημιουργίας αμυντικής βιομηχανίας που θα παρέχει αφενός συνεχή ροή πυρομαχικών και ανταλλακτικών και αφετέρου θα παράγει τα δικά της οπλικά συστήματα. Αποτέλεσμα; Η ισραηλινή αμυντική βιομηχανία θεωρείται σήμερα μια από τις πλέον κορυφαίες στον κόσμο.

Το οξύμωρο και συνάμα απογοητευτικό είναι πως η Ελλάδα έχει αυτά τα παραδείγματα δίπλα της, στην γειτονιά της. Και αντί να πάρει τα μαθήματα της και να προχωρήσει στην διατήρηση και ανάπτυξη της δικής της Αμυντικής Βιομηχανίας, έκανε ακριβώς το αντίθετο, με τους ιθύνοντες και τους πολιτικάντηδες να νομίζουν πως βρισκόμαστε στο… Λουξεμβούργο. Κανείς δεν λέει πως δεν έγιναν λάθη με τις κρατικές αμυντικές βιομηχανίες. Ούτε πως δεν χάθηκαν πολλά χρήματα. Όμως η απαξίωση, η συρρίκνωση και το κλείσιμο δεν είναι λύση.

ΟΦΕΛΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
Ας αφιερώσουμε σε αυτό το σημείο στις οικονομικές διάνοιες αυτής της χώρας δύο αποσπάσματα από δύο κορυφαίους οικονομολόγους όλων των εποχών, που σίγουρα δεν ήταν εθνικιστές: «Η άμυνα είναι κάτι πιο σημαντικό από την αφθονία» τονίζει ο Adam Smith στο πόνημα του «An inquiry into the Nature and the Causes of the Wealth of Nations». Ο Friedrich List στο πόνημα του «Das nationale System der Politishen Ökonomie» τονίζει ότι «η δύναμη έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από τον πλούτο, διότι το αντίθετο της δύναμης, δηλαδή η αδυναμία, οδηγεί στην παράδοση όλων όσων κατέχουμε, όχι μόνο του πλούτου που έχουμε αποκτήσει αλλά και των παραγωγικών μας ικανοτήτων, του πολιτισμού μας, της ελευθερίας μας, ακόμα και της εθνικής μας ανεξαρτησίας στα χέρια εκείνων που είναι ισχυρότεροί μας».

Τα οφέλη για την οικονομία της χώρας και για τις Ένοπλες Δυνάμεις από την ενεργό συμμετοχή ελληνικών αμυντικών βιομηχανιών στα εξοπλιστικά προγράμματα είναι πολλαπλά. Περιορίζεται η εκροή πόρων, εξασφαλίζεται οικονομική ανάπτυξη, απασχολείται εξειδικευμένο προσωπικό, αυξάνονται οι ειδικευμένες θέσεις εργασίας ενώ αποκτά αυτοδυναμία η Αμυντική Βιομηχανία. Παράλληλα, οι Ένοπλες Δυνάμεις απεξαρτώνται κατά ένα μεγάλο ποσοστό από τους ξένους προμηθευτές, βασίζονται σε εγχώρια τεχνογνωσία και τεχνική υποστήριξη, με συνέπεια ο χρόνος επισκευών να είναι μικρότερος, ενώ η επέμβαση της ελληνικής βιομηχανίας σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης ή κρίσιμης κατάστασης δύναται να είναι άμεση.

Η εφαρμογή των ανωτέρω σε συνδυασμό με την ίση μεταχείριση μεταξύ ιδιωτικών και κρατικών βιομηχανιών, στο πλαίσιο του υγιούς και θεμιτού ανταγωνισμού, συμβάλει αφενός στην αμυντική θωράκιση και οικονομική τόνωση της χώρας και αφετέρου προσφέρει την δυνατότητα στις ίδιες τις βιομηχανίες συνεργαζόμενες με σημαντικούς διεθνείς αμυντικούς οίκους να αναπτύξουν νέα και σύγχρονα οπλικά συστήματα, να διεκδικήσουν ένα σημαντικό μερίδιο όχι μόνο των εγχώριων αλλά και των διεθνών εξοπλιστικών προγραμμάτων.

ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Η σημερινή απαξιωτική κατάσταση της Αμυντικής Βιομηχανίας οφείλεται στην επί δεκαετίες έλλειψη εθνικού οράματος και σχεδιασμού, ανικανότητα διοικήσεων, κομματικοποίηση, αναξιοκρατία, αδιαφάνεια, επίδραση εξωθεσμικών παραγόντων (εμπόρων όπλων), ανύπαρκτη υποστήριξη της έρευνας και ανάπτυξης από το κράτος και στην γενικώς φθίνουσα πορεία της βαριάς βιομηχανίας στην Ελλάδα. Η μνημονιακή πολιτική της τελευταίας δεκαετίας με τις αποφάσεις του λεγόμενου συνταγματικού τόξου για ξεπούλημα και κλείσιμο μονάδων παραγωγής έδωσαν την χαριστική βολή στις νευραλγικές κρατικές αμυντικές εταιρίες.

Η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας, το γεωπολιτικό δόγμα της Άγκυρας, αναγκάζει την Ελλάδα την τρέχουσα δεκαετία να αναπροσαρμόσει την μέχρι πρότινος απαξιωτική της αμυντική πολιτική και να προχωρήσει προς εξοπλιστική αναβάθμιση των Ενόπλων Δυνάμεων. Η αγορά των μαχητικών Rafale, των φρεγατών ή η αγορά από ξένο κατασκευαστή της τεχνογνωσίας για την παραγωγή του νέου διαμετρήματος 5.56 του Ελληνικού Στρατού πρέπει να έχει ως βασικό δομικό στοιχείο την αμυντική θωράκιση και την αποτρεπτική ισχύ της χώρας στο πλαίσιο ενός επικαιροποιημένου Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου για την Άμυνα και Ασφάλεια και όχι τις πολιτικές οσφυοκαμψίες σε πρόσκαιρους και ύποπτους λόγω πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος «συμμάχους». Ειρήσθω εν παρόδω, το επιλεγέν από τον Ελληνικό Στρατό διαμέτρημα 5.56 είχε προταθεί το 2005 για ανάπτυξη από τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα στον τότε υπουργό Άμυνας. Αν είχαν εισακουσθεί τότε τα ΕΑΣ, η χώρα σήμερα θα διέθετε δικό της φορητό όπλο 5.56mm. Αντ’ αυτού σήμερα αναγκαζόμαστε (;) να απευθυνθούμε στους Ισραηλινούς για την συγκεκριμένη τεχνογνωσία.

H εξελικτική προοπτική της Αμυντικής Βιομηχανίας πρέπει να έχει ως βάση την γεωπολιτική, στρατηγική και στρατιωτική πρακτική, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην πορεία της σύγχρονης ιστορίας μας και ουδόλως με βάση πρόσκαιρα αμερικανο-νατοϊκά συμφέροντα που συνήθως δεν εξυπηρετούν τα αμιγώς εθνικά. Πρέπει να στηριχθεί στο ιδιαίτερο περιβάλλον της χώρας μας, τις απειλές εξ ανατολών και τα συμφέροντα της.

Αποτελεί διδαχή της ιστορίας, από τον Μακιαβέλλι και τα σχόλια του για τον θάνατο της ιταλικής δυναστείας των Σφόρτσα εξ αιτίας της εξάρτησης της από μισθοφορικά στρατεύματα μέχρι της σύγχρονης εποχής, ότι το ακροτελεύτιο δόγμα για την ικανότητα άμυνας ενός κράτους παραμένει το ίδιο: Μια ανεξάρτητη, αξιόπιστη και εγχώρια αμυντική βιομηχανία είναι η μοναδική και πλέον σίγουρη ασφάλεια εναντίον εχθρών που επιβουλεύονται την εθνική κυριαρχία ενός κράτους.
Κράτη τα οποία για τους εξοπλισμούς τους εξαρτώνται από ξένες δυνάμεις, ιστορικά υποκύπτουν πάντα στις απαιτήσεις των εχθρών ή στις βλέψεις ισχυροτέρων αντιπάλων και δυνάμεων.

Γ. Λιναρδής



Μοιραστείτε το στο Twitter !


"Αν κάποιος μάθει καλά Ελληνικά, μπορεί να βρει σχεδόν ολόκληρη την ποίηση στον Όμηρο" Ezra Pound


2021 copyright istos.net.gr