ΙΔΡΥΜΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Η προεδρία του Τζο Μπάιντεν αναμένεται να προσφέρει μεγαλύτερο συντονισμό ΗΠΑ-ΕΕ σε τομείς όπως η αλλαγή του κλίματος, η αντιμετώπιση της COVID-19 και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ωστόσον, η Ουάσινγκτον και οι Βρυξέλλες πιθανότατα θα εξακολουθήσουν να διαχωρίζουν τα όρια επιρροής και παρεμβάσεώς τους στο εμπόριο, στην πολιτική περί τεχνολογίας και στις αμυντικές δαπάνες.
Την ημέρα της ορκομωσίας του Μπάιντεν στις 20 Ιανουαρίου, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ ζήτησε ένα «ιδρυτικό σύμφωνο» μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με βάση πέντε προτεραιότητες :
Ενίσχυση της πολυμερούς συνεργασίας, καταπολέμηση της COVID-19, αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος, ανοικοδόμηση της παγκόσμιας οικονομίας με έναν ψηφιακό μετασχηματισμό και ένωση των αμερικανικών και ευρωπαϊκών δυνάμεων για την ασφάλεια και την ειρήνη.
Σημειωτέον επίσης, πως στις 20 Ιανουαρίου, ο επικεφαλής διπλωμάτης Εξωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ζοζέπ Μπορέλ, εκάλεσε τον νέο Υπουργό Εξωτερικών του Μπάιντεν, Άντονυ Μπλίνκεν, σε συνάντηση με τους Υπουργούς Εξωτερικών της ΕΕ στη Λισαβόνα της Πορτογαλίας, στις 4-5 Μαρτίου, ώστε να ξεκινήσει και πάλιν η ουσιώδης συνεργασία των δύο πλευρών.
• Μετά την ορκομωσία του Μπάιντεν, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάϊεν, εδήλωσε ότι υπήρξε «μια νέα αυγή στην Αμερική» την οποία περίμενε από καιρό η Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι η εκλογή του Μπάιντεν ήταν μία «ηχηρή απόδειξη ότι, για άλλη μια φορά, μετά από τέσσερα χρόνια , η Ευρώπη έχει έναν φίλο στον Λευκό Οίκο.»
• Λίγο μετά την ορκομωσία του, ο Μπάιντεν υπέγραψε εκτελεστικές εντολές για επανένταξη των ΗΠΑ στην Κλιματική Συμφωνία των Παρισίων και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία υποστηρίζει πολυεθνικούς οργανισμούς και διεθνείς συμφωνίες, έχει υποστηρίξει και προωθήσει εδώ και αρκετό καιρό και τις δύο αυτές ενέργειες.
Τώρα που βρίσκεται στην εξουσία ο πρόεδρος Μπάιντεν, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιδιώξει να μειώσει τις εμπορικές της διαφορές με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αν και ορισμένες αυξήσεις των τιμολογίων της εποχής Τραμπ στα προϊόντα της ΕΕ πιθανότατα θα παραμείνουν σε ισχύ.
Η κυβέρνηση του Μπάιντεν πιθανώς δεν θα εισαγάγει νέες αυξήσεις στα τιμολόγια, μπορεί δε να άρει μερικές από τις υπάρχουσες που επέβαλε ο προκάτοχός του (όπως αυτές στο χάλυβα και το αλουμίνιο).
Ωστόσον, ο Λευκός Οίκος θα διατηρήσει πιθανότατα τα ποινικά μέτρα της εποχής του Τραμπ που ενεκρίθησαν από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, όπως εκείνα που συνδέονται με την διαμάχη των τιτάνων της αεροπορικής βιομηχανίας Airbus / Boeing.
• Η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε δασμολογικές αυξήσεις στο αλουμίνιο και στον χάλυβα της ΕΕ τον Μάϊο του 2018, οι οποίες έκτοτε είχαν ισχυρά αρνητικό αντίκτυπο στη Γερμανία και σε άλλα βιομηχανικά κράτη - μέλη της ΕΕ.
• Το 2019, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν δασμούς περίπου 7,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις εισαγωγές από την Ευρωπαϊκή Ένωση, συμπεριλαμβανομένου του γαλλικού και ισπανικού κρασιού και των ελληνικών ελαιών, γύρω από μια διαφωνία στον ΠΟΕ σχετικά με τις επιδοτήσεις στον κατασκευαστή αεροσκαφών Airbus. Η Ουάσιγκτον απεκατέστησε ορισμένα από αυτά τα προϊόντα στον κατάλογο τιμολογίων το 2020.
• Το 2020, η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε δασμούς περίπου 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε αγαθά των ΗΠΑ (συμπεριλαμβανομένων ελκυστήρων (τρακτέρ), σάλτσας τομάτας / κέτσαπ και χυμού πορτοκαλιού) λόγω μιας διαφωνίας του ΠΟΕ σχετικά με τις επιδοτήσεις στον κατασκευαστή αεροσκαφών Boeing.
• Κατά την διάρκεια της θητείας της, η κυβέρνηση Τραμπ απείλησε επανειλημμένα να επιβάλει υψηλότερα τιμολόγια στα αυτοκίνητα της ΕΕ, γεγονός που θα έβλαπτε ιδιαίτερα τη Γερμανία και τις χώρες της «εφοδιαστικής αλυσίδας» της, οι περισσότερες από τις οποίες βρίσκονται στην Κεντρική Ευρώπη. Ωστόσο δείχνει μάλλον απίθανο ο Μπάιντεν, να συνεχίσει να προβαίνει σε τέτοιες απειλές.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύτηκε επίσης να συνεργαστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με τη φορολόγηση και τη ρύθμιση κανόνων περί της «μεγάλης τεχνολογίας», αν και ο δυσανάλογος αντίκτυπος τέτοιων αλλαγών στις αμερικανικές εταιρείες θα εξακολουθήσει να αφήνει περιθώρια για διαφορές.
Οι Βρυξέλλες θέλουν τα μέλη του «Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης» (ΟΟΣΑ) να καταλήξουν σε μια παγκόσμια συμφωνία για τη φορολόγηση ψηφιακών εταιρειών στις χώρες όπου αυτές οι εταιρείες πωλούν τα προϊόντα τους, μαζί με μια παγκόσμια συμφωνία για έναν ελάχιστο φόρο εταιρειών. Ωστόσον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είπε επίσης ότι εάν δεν επιτευχθεί «παγκόσμια συναίνεση» για τέτοιου είδους φόρους, τότε θα αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα μόνη της.
Χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία έχουν ήδη εισαγάγει ή ανακοινώσει τους δικούς τους φόρους ψηφιακών υπηρεσιών (Digital Services Taxes - DST) για τις εταιρείες τεχνολογίας που δραστηριοποιούνται στις αγορές τους.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση σχεδιάζει να εισαγάγει ρυθμιστικές αλλαγές για να καταστήσει τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας πιο υπεύθυνες και διαφανείς, καθώς και για να αποτρέψει αντιανταγωνιστικές συμπεριφορές.
Τέτοιες μονομερείς ενέργειες των Βρυξελλών και των κρατών μελών της ΕΕ θα ανοίξουν την πόρτα για αντίποινα στις ΗΠΑ, καθώς οι περισσότερες από τις εταιρείες που αποτελούν αντικείμενο αυτών των κανονισμών και φόρων είναι αμερικανικές.
• Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν απειλήσει να επιβάλουν δασμούς περίπου 2,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις εισαγωγές γαλλικών προϊόντων σε αντίποινα με τις DST της Γαλλίας, οι οποίες όπως υποστηρίζει η Ουάσιγκτον στοχεύουν «αθέμιτα» και προκλητικά λορυφαίες εταιρείες των ΗΠΑ, όπως η Google, το Facebook, η Apple και η Amazon, επειδή ο προαναφερόμενος φόρος ισχύει μόνο για εταιρείες τεχνολογίας που παράγουν ετησίως τουλάχιστον 850 εκατομμύρια δολάρια σε παγκόσμια έσοδα και 28,3 εκατομμύρια δολάρια σε πωλήσεις εντός Γαλλίας, οπότε «φωτογραφίζει» τις εταιρείες που προανεφέρθησαν.
Άλλοι πιθανοί τομείς διαφωνίας και συγκρούσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών πιθανώς να αφορούν και να περιλαμβάνουν τα εξής:
• Αμυντικές δαπάνες: Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιθανό να πιέσουν τους Ευρωπαίους εταίρους τους να επιτύχουν τους προαποφασισμένους στόχους αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ.
• «Nord Stream 2»: Η Ουάσιγκτον έχει απειλήσει να επιβάλει κυρώσεις σε εταιρείες που εμπλέκονται στον αγωγό φυσικού αερίου από την Ρωσία στη Γερμανία, τον οποίον ευλόγως υπερασπίζεται το Βερολίνο.
• Κίνα: Στα τέλη Δεκεμβρίου, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέληξε σε επενδυτική συμφωνία με την Κίνα. Ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν έχει επικρίνει την εν λόγω συμφωνία με τους ίδιους αυστηρούς όρους όπως έπραττε η κυβέρνηση Τραμπ, αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένου του σημαίνοντος Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Τζέϊκ Σάλιβαν, προειδοποίησαν ότι οι Βρυξέλλες πρέπει να επιδιώξουν μεγαλύτερο συντονισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με την αντιμετώπιση και τον περιορισμό της Κίνας (μεγάλου στρατηγικού αναταγωνιστή των ΗΠΑ σε ηπειρωτικό αλλά εν μέρει και σε διηπειρωτικό πλέον επίπεδο).
Α. Κωνσταντίνου
"Δεν μου αρέσει ο πόλεμος, αλλά προτιμώ να τον κάνω νωρίτερα παρά αργότερα" Ναπολέων
Mοιραστείτε το