Ι.ΣΤ.Ο.Σ.

ΙΔΡΥΜΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Ο ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΑΝΑΜΟΡΦΩΝΕΙ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ
ΣΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΠΑΙΚΤΗ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΚΑΚΙΕΡΑΣ

Την δεκαετία 2010-2020 η Τουρκία έχει αναμορφωθεί ως μια δύναμη που προκαλεί ανοιχτά όχι μόνο τους περιφερειακούς γείτονες της, αλλά και τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ, όπως την Γαλλία και τις ΗΠΑ.
Τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις συμμετέχουν ενεργά στην Λιβύη, στην Συρία, στο Ιράκ, στον Νότιο Καύκασο, ταυτόχρονα η Τουρκία διατηρεί βάσεις στο Κατάρ και στην Σομαλία. Πρόθεση της Άγκυρας σε αυτά τα θέατρα αντιπαράθεσης και πολέμου είναι να κατευθύνει την έκβαση μιας διαφοράς και να αλλάξει το status quo υπέρ των στρατηγικών συμφερόντων της.

Η συμπεριφορά αυτή σαφέστατα αντιπροσωπεύει μια ριζική αλλαγή από την εξωτερική πολιτική της του 20ου αιώνα, μια πολιτική που ενστερνίστηκε την υπάρχουσα διεθνή τάξη και απέφυγε τις ξένες περιπέτειες για τις οποίες δεν είχε την ανοχή των ΗΠΑ ή του ΝΑΤΟ (βλ. εισβολή στην Κύπρο).
Ο αρχιτέκτων αυτής της ριζικής αλλαγής είναι ο Ερντογάν, αρχικά ως πρωθυπουργός (2003-2014) και μετέπειτα ως πρόεδρος της Τουρκίας. Ο μετασχηματισμός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής υπό την ηγεσία του κυριαρχήθηκε από δυο χαρακτηριστικά. Πρώτον, η φιλοδοξία του να ωθήσει την Τουρκία σε παγκόσμιο ηγετικό ρόλο με άξονα το ισλαμιστικό αφήγημα. Δεύτερον, η εργαλειοποίηση της επιθετικής εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας ως μεθόδου της εγχώριας ενίσχυσης του καθεστώτος του και της διασφάλισης της επιβίωσης του.

Οι ουσιαστικές αλλαγές στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ξεκίνησαν το 2010, περίπου τρία χρόνια μετά την αποτυχία του στρατιωτικού κατεστημένου να ασκήσει βέτο στην προώθηση του Αμπντουλάχ Γκιούλ (του κόμματος ΑΚΡ) ως προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας. Μετά από αυτή την ταπεινωτική δοκιμασία το στρατιωτικό deep state εγκατέλειψε την πολιτική, προσπάθησε να επανέλθει ξανά στα πράγματα με την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, απέτυχε όμως παταγωδώς. Αυτό επέτρεψε στον Ερντογάν να εδραιώσει την εξουσία του, φέρνοντας όλους τους θεσμούς της Τουρκίας υπό τον έλεγχο του και αντικαθιστώντας με το δημοψήφισμα του 2017 το κοινοβουλευτικό σύστημα με ένα προεδρικό, το οποίο συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες στο γραφείο του.
Υποτάσσοντας τους στρατιωτικούς και εγχώριους επικριτές του, η επιθετική εξωτερική πολιτική του Ερντογάν έλαβε την μορφή που οραματιζόταν από την αρχή της σταδιοδρομίας του στον πρωθυπουργικό θώκο.

Τα πρώτα δείγματα αυτής της επιθετικής, ρεβιζιονιστικής πολιτικής του ο Ερντογάν τα έδειξε το 2010 όταν ενόχλησε την κυβέρνηση Ομπάμα, μη συμφωνώντας με τις ΗΠΑ για τις οικονομικές κυρώσεις κατά του Ιράν σχετικά με το πυρηνικό του πρόγραμμα. Ένα χρόνο αργότερα η Τουρκία εμπλέκεται στον πόλεμο της Συρίας, παίρνοντας σαφή θέση κατά του Άσαντ και υπέρ των ξενοκίνητων αντιπάλων του. Μέχρι των ημερών μας η Τουρκία διατηρεί στρατεύματα στην βορειοανατολική Συρία με το πρόσχημα της κουρδικής απειλής, το ίδιο πράττει και στο βόρειο Ιράκ.
Στην Λιβύη εδώ και ένα χρόνο τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη και στρατιωτικοί σύμβουλοι, αλλά και χιλιάδες ισλαμιστές μισθοφόροι που στρατολογήθηκαν από την Άγκυρα, καταφέρνουν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, με την Τουρκία να είναι συνδαιτημόνας στις διαπραγματεύσεις που θα κρίνουν το μέλλον αυτής της χώρας.
Στον Νότιο Καύκασο, η Τουρκία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στον σχεδιασμό και την υποστήριξη της επίθεσης του Αζερμπαϊτζάν στον επίμαχο θύλακα του Ναγκόρνο Καραμπάχ (Αρτσάχ), με αποτέλεσμα την ταπεινωτική ήττα των Αρμενίων.

Στην Ανατολική Μεσόγειο ο Ερντογάν έχει αμφισβητήσει με βίαιο και απαξιωτικό τρόπο τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου, στέλνοντας πλοία σεισμικής έρευνας με συνοδεία του τουρκικού πολεμικού ναυτικού στις Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες και στις υφαλοκρηπίδες των δυο ελληνικών κρατών. Η πολιτική αυτή του Ερντογάν σκοπεύει στον διαμοιρασμό των ενεργειακών πόρων της ελληνικής και κυπριακής ΑΟΖ, κάτι που επιφυλάσσεται να επιτύχει είτε δια διαπραγματεύσεων ή μέσω πολεμικής σύγκρουσης.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η εγχώρια αντιπολίτευση της Τουρκίας ήταν πλήρως υποστηρικτική στον πρόεδρο της, ο Ερντογάν κατάφερε να εξουδετερώσει οποιαδήποτε αντίδραση, απευθύνοντας έκκληση στην εθνικιστική προδιάθεση των Τούρκων και με το αφήγημα της οθωμανικής δόξας του παρελθόντος.
Το πλέον χαρακτηριστικό δείγμα της μετουσίωσης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι η αγορά των ρωσικών αντιαεροπορικών-αντιβαλλιστικών συστημάτων S-400, παρά την έντονη αντίθεση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
Η Τουρκία με αυτή την ενέργεια αμφισβήτησε ανοιχτά την Ουάσιγκτον, διακινδυνεύοντας την επιβολή αμερικανικών κυρώσεων. Η αγορά αυτή είναι ενδεικτική του προτύπου συμπεριφοράς του Ερντογάν.

Παίρνει ρίσκα για να προωθήσει την γεωπολιτική του ατζέντα, με την προσδοκία ότι λόγω του σημαντικού ρόλου της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ δεν θα αμφισβητηθούν οι κινήσεις του, κάτι που μέχρι στιγμής έχει λειτουργήσει.
Ο Ερντογάν έχει αποκτήσει τα τελευταία χρόνια την φήμη ηγέτη του οποίου οι ιδιοτροπίες και τα αιτήματα γίνονται αποδεκτά. Υπό αυτή την έννοια έχει μετατρέψει την Τουρκία και τον εαυτό του σε παγκόσμιο παράγοντα.
Ο Ερντογάν αναφέρεται πάντα, μαζί με τον Ρώσο ηγέτη Πούτιν και τον Κινέζο Ξι Τζινπίνγκ, ως ένας από τους τρεις πιο υπολογίσιμους ηγέτες στο διεθνές στερέωμα (τα ευφυολογήματα των ελληνικών τηλεοπτικών σταθμών και οι αναλύσεις των ημεδαπών «διεθνολόγων» περί του αντιθέτου αποτελούν φληναφήματα που σκοπό έχουν να αποκοιμίσουν τον ελληνικό λαό).

Η μεγάλη εικόνα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής της δεκαετίας 2010-2020 είναι πολύ πιο συναρπαστική από τα γεγονότα που προαναφέρθηκαν, διότι παρουσιάζει πτυχές της στρατηγικής εξισορρόπησης της Ευρασίας του Πούτιν, η οποία περιλαμβάνει ως κύριους παράγοντες την Ρωσία, την Κίνα και το Ιράν, με την Τουρκία και το Πακιστάν. Αυτή την στρατηγική εξισορρόπηση εγκρίνουν πλήρως οι βασικοί κόμβοι της ολοκλήρωσης της Ευρασίας που είναι η Ρωσία και η Κίνα.

Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο στην ευρασιατική σκακιέρα είναι ο κινεζικός «δρόμος του μεταξιού» που συνδέει με εμπορευματικά τρένα την δυτική και κεντρική Ασία με την Τουρκία. Αυτές οι εμπορευματικές διαδρομές από την Κίνα στην Τουρκία και αντίστροφα μειώνονται από ένα μήνα σε 12 ημέρες, εδραιώνοντας συμμαχίες την επόμενη δεκαετία κατά μήκος αυτής της σιδηροδρομικής τροχιάς. Πέραν της Κίνας, η Ρωσία έχει σημαντικό ρόλο σε αυτή την εμπορευματική διαδρομή, καθώς ο «δρόμος του μεταξιού» Βορά-Νότου συνδέει την κεντρική και δυτική Ασία με την Μόσχα.

Προ των πυλών είναι ένας νέος μηχανισμός ασφαλείας στο πλαίσιο της Ευρασίας, ένας μηχανισμός που θα ενώνει την Ρωσία, την Κίνα, το Αζερμπαϊτζάν, το Πακιστάν και φυσικά την Τουρκία. Αυτή η νέα διάσταση στην ευρασιατική ολοκλήρωση υπερβαίνει κατά πολύ τα όποια σχέδια των νατοϊκών ιμπεριαλιστικών σχεδίων, ουσιαστικά τα θέτει εκτός μάχης πριν καν αρχίσει η μάχη. Είναι προφανές ότι η Τουρκία παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην εταιρική σχέση Ρωσίας-Κίνας για την ευρύτερη Ευρασία, με τον Ερντογάν να αποτελεί κύριο παράγοντα σε αυτό τον γεωπολιτικό άξονα.

Ο Ερντογάν την δεκαετία που τελειώνει βρίσκεται συνεχώς πολλά βήματα μπροστά από την Ελλάδα, αναγκάζοντας το αθηναϊκό πολιτικό κατεστημένο να παραμένει στην άμυνα και στην ταπεινωτική άσκηση εξωτερικής πολιτικής, μια πολιτική «ινδικού χοιριδίου» που ελπίζει στην παρέμβαση του ξένου παράγοντα.
Όλοι γνωρίζουμε πως καταλήγουν τα συμπαθή αυτά τρωκτικά.

Γ. Λιναρδής
  

Mοιραστείτε το 

Δεν μου αρέσει ο πόλεμος, αλλά προτιμώ να τον κάνω νωρίτερα παρά αργότερα.
Ναπολέων

2020 copyright istos.net.gr