ΙΔΡΥΜΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Το επελθόν τέλος της ισραηλινής κυβερνήσεως ενότητος φαίνεται πως θα προωθήσει περισσότερες δεσμεύσεις για επιθετικές προσαρτήσεις εδαφών της Δυτικής Όχθης και αρκούντως ακραίες εξωτερικές πολιτικές, εμπλέκοντας τις διάφορες σκληρές δεξιές φατρίες της χώρας την μία εναντίον της άλλης σε μιαν εξαιρετικά αμφισβητούμενη εκλογική περίοδο. Η κυβέρνηση ενότητος μεταξύ του κόμματος «Μπλέ και Άσπρο» (Καχόλ Λαβάν) και του κόμματος «Εδραίωση» (Λικούντ) του πρωθυπουργού Μπενγιαμίν Νετανιάχου δεν διήρκεσε πολύ, καθώς ο πρωθυπουργός προώθησε ένα νομοσχέδιο που διέλυσε την Εθνοσυνέλευση (Κνεσσέτ) και όρισε νέες εκλογές.
Στις 9 Δεκεμβρίου, ο υπαρχηγός του κόμματος του Νετανιάχου, ο Γκιντεόν Σά’αρ, ανακοίνωσε ότι θα αφήσει το Λικούντ ώστε να θέσει υποψηφιότητα για πρωθυπουργός με ένα νέο κόμμα το οποίο έχει ιδρύσει με την ονομασία «Νέα Ελπίδα» (Τικβά Χαντασά). Η κίνηση του Σάαρ να αμφισβητήσει άμεσα τον Νετανιάχου έχει κλονίσει την πάντα ισχυρή δεξιά πτέρυγα του Ισραήλ εν όψει αυτής της προεκλογικής περιόδου, που είναι πιθανό να καταστεί εξαιρετικά αμφίρροπη, οπότε οι κάθε απόχρωσης δεξιοί αντίπαλοι του Νετανιάχου θα έχουν όλο και περισσότερα κίνητρα και εφόδια ώστ να εκμεταλλευτούν την αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια προς το πρόσωπό του.
Μια δυσαρέσκεια που συσχετίζεται με την επιδειχθείσα ανεπάρκεια και τα ελείμματα της διοίκησής του στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της πανδημίας του COVID-19, των κατηγοριών περί διαφθοράς, καθώς και των αδυναμιών της εξωτερικής πολιτικής του όσον αφορά στο Ιράν και στη Λωρίδα της Γάζας.
Πέρα από την κρίση της COVID-19, δεν υπήρχε τίποτα άλλο που θα μπορούσε να εμποδίσει την κυβέρνηση ενότητος του Ισραήλ να καταρρεύσει πρόωρα, πριν την ολοκλήρωση της θητείας της. Η κυβέρνηση σχηματίσθηκε τον Απρίλιο του 2020, ακριβώς όταν έφτασε στο Ισραήλ το πρώτο κύμα των μολύνσεων από COVID-19.
Η εντολή της κυβερνήσεως περιελάμβανε ένα γενικευμένο εθνικό «κλείδωμα» καραντίνας για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού, καθώς και μια συμφωνία κατανομής της εξουσίας για τον τερματισμό της προϊούσας πολιτικής παράλυσης της χώρας. Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας, ο Γκάντς ανεμένετο να αντικαταστήσει τον Νετανιάχου ως πρωθυπουργό τον Νοέμβριο του 2021. Αλλά για να αποφευχθεί αυτή η μεταβίβαση εξουσίας, ο Νετανιάχου και το κόμμα του προσεπάθησαν να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση ενότητος με διάφορα μέσα. Αυτό περιελάμβανε έως και πρόσφατα διάφορες πολυεπίπεδες ενέργειες, έως μιάν έντονη συζήτηση για το χρονοδιάγραμμα του επομένου προϋπολογισμού της χώρας, πράγμα το οποίον ανάγκασε τελικά τον Γκαντς και το Καχόλ Λαβάν να πιέσουν ώστε να διαλυθεί η Κνεσσέτ.
• Ο Νετανιάχου ανησύχησε ότι η απώλεια της πρωθυπουργίας του θα τον εξέθετε στις ποινικές κατηγορίες που αντιμετωπίζει σε τουλάχιστον τρεις υποθέσεις διαφθοράς. Ανησύχησε επίσης ότι η μεταβίβαση της εξουσίας στον Γκάντς θα σήμαινε το τέλος της ίδιας της πολιτικής καριέρας του Νετανιάχου, καθώς οι περισσότεροι Ισραηλινοί πρωθυπουργοί δεν επέστρεψαν ποτέ στην εξουσία μετά την αποχώρησή τους από την κυβέρνηση.
• Η συζήτηση για τον προϋπολογισμό του Ισραήλ επικεντρώθηκε στο εάν αυτός πρέπει να περιλαμβάνει δαπάνες ενός ή δύο ετών. Ένας διετής προϋπολογισμός θα καθιστούσε πιο δύσκολο για τον Νετανιάχου να διαλύσει την Κνεσσέτ για να αποτρέψει την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Γκάντς το 2021, οπότε εκείνος πίεζε για έναν ετήσιο προϋπολογισμό.
Η είσοδος του Σά’αρ στην πολιτική αρένα θα προωθήσει όλες τις ακροδεξιές και πατριωτικές πολιτικές υποσχέσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις εναλλακτικές εξωτερικές πολιτικές του Ισραήλ απέναντι στην Δυτική Όχθη, στο Ιράν και στην Γάζα. Ο Σά’αρ είναι ένας εθνικιστής ο οποίος στο παρελθόν έχει ευνοήσει τους εποικισμούς και τις εδαφικές προσαρτήσεις, ενώ η περαιτέρω πορεία του για την απομάκρυνση του Νετανιάχου συσχετίζεται άμεσα με τους εθνικιστές του Λικούντ που είναι βαθιά απογοητευμένοι από την ηγεσία του πρωθυπουργού τους.
Για να διασφαλίσει ότι αυτές οι πρώην ψήφοι δεν θα πάνε στο κόμμα της Νέας Ελπίδας του Σά’αρ, το Λικούντ θα μπεί στον πειρασμό να προβάλλει ανανεωμένες ευρύτερες υποσχέσεις προσάρτησης εδαφών, καθώς και να υιοθετήσει προγραμματικά πιο επιθετικές εξωτερικές πολιτικές, ώστε να ενισχύσει τα διαπιστευτήρια εθνικής ασφάλειας του Νετανιάχου. Αυτό θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μελλοντικές μεταβολές στην περιφερειακή συμπεριφορά του Ισραήλ αυξάνοντας την πολιτική επιρροή των Ισραηλινών εποίκων στη Δυτική Όχθη, καθώς και των αντιστοίχων «Ιεράκων» του Ιράν και της Γάζας, σε συζητήσεις εξωτερικής πολιτικής.
• Πριν από τις εκλογές του Απριλίου 2020, ο Νετανιάχου υποσχέθηκε να ξεκινήσει την προσάρτηση περισσότερων εδαφών από την 1η Ιουλίου. Ωστόσο, έκτοτε καθυστέρησε να εκπληρώσει αυτήν τη δέσμευση προκειμένου να ανοίξει τον δρόμο για εξομάλυνση σχέσεων με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Αυτή η καθυστέρηση εξόργισε τους υποστηρικτές του, ωθώντας ορισμένους να μετατοπίσουν την αφοσίωσή τους στο αντίπαλο του Λικούντ ακροδεξιό κόμμα «Δεξιά» (Γιαμινά) του Ναφτάλι Μπέννετ.
• Οι δεξιοί Ισραηλινοί χαιρέτισαν σε μεγάλο βαθμό την επιθετική στρατηγική του Νετανιάχου κατά του Ιράν, την οποία κατόρθωσε να πραγματοποιήσει χωρίς να φοβάται τις πιέσεις των ΗΠΑ τα τελευταία τέσσερα χρόνια χάρη στην παρόμοια προσέγγιση του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ προς την Τεχεράνη. Ωστόσο, οι δεξιοί αντίπαλοι του Νετανιάχου υποστηρίζουν τώρα ότι δεν θα είναι σε θέση να επιτύχει το ίδιο επίπεδο στρατηγικού συντονισμού ασφάλειας με τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά την αποχώρηση του Τραμπ από τον Ιανουάριο, δεδομένης της πολύ λιγότερο φιλικής σχέσης του Νετανιάχου με τον νεοεκλεγμένο Πρόεδρο των ΗΠΑ Μπάϊντεν.
• Οι εθνικιστές είναι επίσης ιδιαιτέρως επικριτικοί απέναντι στο ιστορικό του Νετανιάχου για ασταθείς εκεχειρίες με την Χαμάς, πιέζοντας αντ’ αυτού για μια στρατηγική που βασίζεται περισσότερο στην προληπτική στρατιωτική αποτροπή, ώστε το Ισραήλ να εξασφαλίσει ασφαλώς την Λωρίδα της Γάζας.
Α. Κωνσταντίνου
Δεν μου αρέσει ο πόλεμος, αλλά προτιμώ να τον κάνω νωρίτερα παρά αργότερα.
Ναπολέων
Mοιραστείτε το