Ι.ΣΤ.Ο.Σ.

ΙΔΡΥΜΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ
ΥΠΕΡΔΥΝΑΜΗΣ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΕ

Το Πεκίνο εδώ και μεγάλο διάστημα έχει αναγνωρίσει ότι προκειμένου να συνεχίσει ανεμπόδιστα την οικονομική του ανάπτυξη, πρέπει να ανεγείρει τα απαραίτητα μέσα για να προστατεύσει τον εαυτό του, τους συμμάχους του και τα κοινά τους συμφέροντα. Η ξεπερασμένη ιδέα ότι η Κίνα θέλει απλά να «κάνει business» πρέπει να διαγραφεί εντελώς από την κατανόηση μας για τις πολιτικές προοπτικές της αναδυόμενης αυτής παγκόσμιας δύναμης.

Η ανάγκη για μια ισχυρή Κίνα δεν είναι μια ιδέα που αναπτύχθηκε από την σημερινή ηγεσία στο Πεκίνο, πηγαίνει πίσω πολλές δεκαετίες και περιλαμβάνει διάφορα εθνικιστικά κινήματα και τελικά το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Αυτό που ξεχωρίζει τον 21ο αιώνα είναι η πρωτοφανής παγκόσμια επιρροή που απέκτησε η Κίνα, κάτι που σημαίνει ότι το Πεκίνο δεν έχει άλλη επιλογή από το να συγκρίνει το «οικονομικό θαύμα» του με ένα στρατιωτικό.

Η άνοδος της Κίνας και οι σαφείς προθέσεις της να επεκτείνει την στρατιωτική της επιρροή στον Ειρηνικό και στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας έχουν εξοργίσει τις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια. Ο «άξονας προς την Ασία» (pivot to Asia) της κυβέρνησης Ομπάμα το 2012 ήταν η γέννηση της νέας αμερικανικής πίεσης στις κινεζικές «προκλήσεις» στην περιοχή. Η Στρατηγική Εθνικής Άμυνας του 2018 ήταν η περαιτέρω επιβεβαίωση ότι το επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ μετατοπίζεται σε μεγάλο βαθμό στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.

Παράπλευρη πολιτική αυτής της στρατηγικής απόφασης είναι η ανάγκη μείωσης του τεράστιου εμπορικού ελλείματος των ΗΠΑ έναντι της Κίνας, κάτι που ο Τραμπ έκανε ακρογωνιαίο λίθο της ατζέντας εξωτερικής πολιτικής του. Είναι προφανές ότι στις ατραπούς εξωτερικής πολιτικής που χαράχτηκαν με την Στρατηγική Εθνικής Άμυνας του 2018, συμπεριλαμβανομένης και της οικονομικής πολιτικής έναντι της Κίνας, ολίγα θα αλλάξουν υπό την νέα ηγεσία στον Λευκό Οίκο, είτε πρόκειται ο νέος πρόεδρος να είναι ο Τραμπ ή ο Μπάιντεν.

Την τελευταία δεκαετία παρατηρούμε ότι η συμβιβαστική γλώσσα που ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα της εξωτερικής πολιτικής της Κίνας τις προηγούμενες δεκαετίες, αντικαθίσταται με ένα λόγο πολιτικής αποφασιστικότητας και πρωτοφανών στρατιωτικών φιλοδοξιών. Στο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος του 2017 ο σημερινός ηγέτης Ξι κήρυξε την αυγή μιας «νέας εποχής», μια εποχή στην οποία η ανάπτυξη και η δύναμη πρέπει να συγχρονιστούν, μια εποχή στην οποία το γεωπολιτικό αποτύπωμα της Κίνας θα γίνει ουσιαστικό και πραγματιστικό.

Η προσπάθεια της Κίνας να συγχρονίσει ανάπτυξη και δύναμη ήδη γίνεται ορατή. Στον οικονομικό τομέα η πρωτοβουλία «Belt Road Initiative» (ή ο «νέος δρόμος του μεταξιού») βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, το γιγαντιαίο σχέδιο που ανακοινώθηκε το 2013 θα υπερκεράσει όλους τους παραδοσιακούς εμπορικούς διαύλους που έχουν δημιουργηθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Μόλις ολοκληρωθεί, το δίκτυο υποδομών της Κίνας θα δημιουργήσει συνδέσεις σε όλη την Ασία, Μέση Ανατολή και Αφρική, με αποτέλεσμα η μελλοντική Κίνα να γίνει ένα παγκόσμιο κέντρο εμπορίου, τεχνολογικής ανανέωσης και, φυσικά, πολιτικής δύναμης.

Σε αντίθεση, οι ΗΠΑ έχουν εδραιώσει σε μεγάλο βαθμό την παγκόσμια κυριαρχία τους στην βάση της στρατιωτικής δύναμης. Για τον λόγο αυτό η στρατηγική αντιμετώπισης της Κίνας επικεντρώνεται εντατικά στον στρατιωτικό επεκτατισμό στον Ειρηνικό και στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Σύμφωνα με το σχέδιο «Battle Force 2045» του υπουργείου Εθνικής Άμυνας, το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό χρειάζεται περισσότερα από 500 πλοία για να αντιμετωπίσει την Κίνα, από τον αριθμό αυτό τα 355 πολεμικά πλοία θα χρειαστούν έως το 2035.
Όλα αυτά διότι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των αμερικανικών επιτελείων «το Πεκίνο θα εξισορροπήσει τις στρατιωτικές του δυνατότητες με αυτές των ΗΠΑ έως το 2045».

Η Κίνα του 21ου αιώνα φαίνεται να είναι μια πολύ διαφορετική χώρα από αυτήν του 20 αιώνα.
Έχει πλέον αρκετό πλούτο, οικονομική στρατηγική επιρροή, δηλαδή πολιτική δύναμη για να ωθήσει την διαδικασία στρατηγικών ελιγμών στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, στην Μέση Ανατολή και Αφρική, αλλά και στην Ευρώπη.
Η Κίνα αλλάζει μπροστά στα μάτια μας, ο βηματισμός της είναι μακροσκελής και γρήγορος.
Τα επόμενα χρόνια ο μονοπολικός κόσμος θα είναι μια ανάμνηση, θα μιλάμε για ένα τριπολικό κόσμο ή πολυπολικό κόσμο, έναν κόσμο στον οποίο τα κέντρα εξουσίας της Δύσης δεν θα μπορούν πλέον να διαμορφώσουν τις εξελίξεις σύμφωνα με τα συμφέροντα τους, με την Κίνα να βρίσκεται σε πολύ καλό δρόμο ανάκτησης καθεστώτος υπερδύναμης.

Τι σημαίνει όμως αυτή η ανάκτηση καθεστώτος υπερδύναμης, τι σημαίνει η στρατηγική αντιπαλότητας μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για την Ευρώπη, καθώς αυτή η αντιπαλότητα έχει γίνει ένα καθοδηγητικό πρότυπο των διεθνών σχέσεων και διαμορφώνει στρατηγικές συζητήσεις καθώς και πραγματική πολιτική, στρατιωτική και οικονομική δυναμική.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της επηρεάζονται άμεσα ή έμμεσα από την κινεζο-αμερικανική αντιπαλότητα. Για την Ευρώπη, η Κίνα δεν είναι πλέον ένας διαπραγματευτικός εταίρος με διαφορετικά συμφέροντα και οικονομικός ανταγωνιστής, αλλά ένας ήπιος αντίπαλος του συστήματος που επιδιώκει να διαδώσει «εναλλακτικά μοντέλα διακυβέρνησης».

Εν τούτοις η Κίνα παραμένει από ευρωπαϊκή σκοπιά απαραίτητος εταίρος συνεργασίας για την αντιμετώπιση των παγκόσμιων προκλήσεων, η ΕΕ δεν μπορεί να έχει συμφέρον από μια «αποσύνδεση» τύπου Ουάσιγκτον, τουτέστιν ένα εκτεταμένο ανώτατο όριο οικονομικών ή τεχνολογικών δεσμών με την Κίνα, με ταυτόχρονη εκτεταμένη στρατιωτική πίεση. Η Ευρώπη φαίνεται μέχρι στιγμής ότι θέλει να αποφύγει την λογική να επιλέξει μεταξύ μιας αμερικανικής και κινεζικής οικονομικής και τεχνολογικής σφαίρας.

Η ΕΕ το τελευταίο διάστημα προσπαθεί να αναπτύξει μέσα που μπορούν να στηρίξουν μια συνετή πολιτική έναντι της Κίνας, η τέχνη του πολιτικά εφικτού (Politik des Machbaren) απαιτεί μια στρατηγική προετοιμασίας της Ευρώπης για αυστηρότερο ανταγωνισμό, με ενίσχυση παράλληλα της τεχνολογικής και οικονομικής ανθεκτικότητας, χωρίς να αποδυναμώνει τις σχέσεις συνεργασίας και αλληλεξάρτησης. Από κινεζική άποψη η Ευρώπη δεν θεωρείται εμπόδιο για την δική της άνοδο, η ΕΕ για την Κίνα είναι πιο χρήσιμη από τις ΗΠΑ, προσφέρεται δε σε πολλά κράτη μέλη ως οικονομικός και τεχνολογικός εταίρος.

Στην κινεζο-αμερικανική σύγκρουση η ΕΕ θα πρέπει να διατηρήσει την ανεξάρτητη θέση της στην εμπορική και οικονομική διαμάχη και να τηρήσει την κατευθυντήρια αρχή της πολυμερούς προσέγγισης, κάτι που εκ των πραγμάτων είναι υποχρεωμένη να κάνει αφού αυτό πρεσβεύουν οι κανόνες της.
Επιπλέον αν πάρει θέση, αυτό θα την οδηγούσε να είναι μόνο ένας κατώτερος εταίρος του οποίου τα συμφέροντα θα λαμβάνονταν υπόψη σε δευτερεύοντα ρόλο. Είναι στρατηγικό σφάλμα για την ΕΕ να επικαλεστεί οικονομικό περιορισμό και αποσύνδεση σε σχέση με την Κίνα, όπως έπραξε η Ουάσιγκτον. Αντίθετα θα πρέπει να αναπτύξει μια αμοιβαία οικονομο-τεχνολογική αλληλεξάρτηση, από αυτή την άποψη η Κίνα αποτελεί μια δοκιμαστική περίπτωση στρατηγικής αυτοδιάθεσης της Ευρώπης.

Σε αυτό το πλαίσιο, εφόσον η στρατηγική αντιπαλότητα μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας γίνει μια μόνιμη παγκόσμια σύγκρουση, θα μπορούσε να προκαλέσει ένα είδος αποπαγκοσμιοποίησης και να δημιουργήσει δυο ή τρία στρατόπεδα, με κυρίαρχους ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία, με την ΕΕ να συμπιέζεται μεταξύ των.
Η κλιμάκωση της σύγκρουσης κινδυνεύει να συμπυκνωθεί σε μια πολυεπίπεδη παγκόσμια σύγκρουση με οικονομικό και στρατιωτικό δυναμικό κινδύνου. Εάν τα οικονομικά συμφέροντα και τα συμφέροντα ασφάλειας, εφόσον αποφευχθεί η «παγίδα του Θουκυδίδη», προσαρμοστούν μόνιμα από αυτή την άποψη, το επίπεδο ολοκλήρωσης της παγκοσμιοποίησης θα μπορούσε να μειωθεί, με την αποπαγκοσμιοποίηση να παίρνει τα ηνία.

Η παγκόσμια σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας προφανώς θέτει το ερώτημα σε κάποια γραφειοκρατικά στρατόπεδα της ΕΕ εάν, σε ποιο βαθμό και υπό ποιες συνθήκες θα πρέπει να στηριχθούν οι ΗΠΑ στην αντιπαράθεση τους με την Κίνα.
Το βέβαιο είναι ότι όποιος εισέλθει στον Λευκό Οίκο το 2021, η στρατηγική αντιπαλότητα με την Κίνα θα βάλει την σφραγίδα της στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Η Ουάσιγκτον θα αντιληφθεί συνεπώς τον κόσμο και την Ευρώπη μέσα από το «πρίσμα της Κίνας». Η πίεση της Ουάσιγκτον στους συμμάχους της Ευρώπης να λάβουν θέση στην εντεινόμενη σύγκρουση και να συμμαχήσουν με τις ΗΠΑ θα αυξηθεί αντί να υποχωρήσει.

Η Ευρώπη πρέπει να αντιληφθεί ότι γεωπολιτικά και γεωοικονομικά η στρατηγική σύνδεση με την Κίνα είναι πιο ωφέλιμη από την αποσύνδεση. Το παιχνίδι δεν είναι μηδενικού αθροίσματος, ο αγώνας ΗΠΑ-Κίνας θα ενταθεί και η Ρωσία θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε αυτό το παίγνιο.

Η Ευρώπη δεν μπορεί να είναι ο αιώνιος υπερασπιστής των αμερικανικών συμφερόντων, θα πρέπει να αποστασιοποιηθεί από την παράδοση και την κανονιστική ερμηνεία των ΗΠΑ ως ηγέτιδας δύναμης του κόσμου.

Γ. Λιναρδής 

Mοιραστείτε το 

Δεν μου αρέσει ο πόλεμος, αλλά προτιμώ να τον κάνω νωρίτερα παρά αργότερα.
Ναπολέων

2020 copyright istos.net.gr