Περίοδος 1880 – 1914: Τα αποτελέσματα της περιόδου της ακραιφνούς φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, ήταν οι αιτίες για να αρχίσουν να εκφέρονται δισταγμοί και αμφισβητήσεις από επιστήμονες οικονομολόγους σχετικά με την ορθότητα του δόγματος των ελεύθερων συναλλαγών. Σε πλείστα κράτη συνειδητοποιείται ότι η προστασία και η βιωσιμότητα της πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής αποτελεί ανάγκη εθνική.
Ακόμη και τα οικονομικώς ισχυρά κράτη αρχίζουν να υψώνουν τελωνειακά τείχη, ανάλογα με τα συμφέροντα της παραγωγής τους. Όσα κράτη είχαν διατηρήσει εισαγωγικούς δασμούς, τους αυξάνουν.
Η Γερμανία πρώτη, όταν ξεκίνησε το γερμανικό βιομηχανικό πρόγραμμα, αύξησε τους δασμούς στα εισαγόμενα βιομηχανικά προϊόντα. Το ίδιο έπραξε και απέναντι στα αμερικανικά και ρωσικά σιτηρά που απείλησαν τη γεωργία της. Η Γερμανία προστάτευσε τα προϊόντα με το δασμολόγιο του 1879 επί καγκελαρίου Otto v. Bismarck. Εξάλλου, η γερμανική τελωνειακή ένωση ποτέ δεν εμφορείτο από φιλελεύθερες αρχές. Οι δασμοί στα εισαγόμενα βιομηχανικά προϊόντα ελαφρύνθηκαν όταν η Γερμανία κατέστη ισχυρός εξαγωγέας ανταγωνιστικών βιομηχανικών προϊόντων (1890 – 1894). Επί πρίγκηπος v. Bulow οι δασμοί ανέβηκαν και πάλι.
Οι Η.Π.Α. ακολούθησαν ακόμη περισσότερο προστατευτική οικονομική πολιτική. Ιδιαίτερα στο βιομηχανικό τομέα και λιγότερο στον αγροτικό αφού είχαν ήδη καταστεί πολύ μεγάλος εξαγωγέας αγροτικών προϊόντων και δεν υπήρχε κανένας φόβος από τον ανταγωνισμό. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο και την επικράτηση των βορείων πολιτειών, από το 1864 έως το 1912 οι δασμοί κυμαίνονταν από 47% έως 57% επάνω στις τιμές των εισαγομένων προϊόντων.
Η Γαλλία ακολούθησε ανάλογη προστατευτική πολιτική, και από του πέρατος του γαλλογερμανικού πολέμου ύψωσε τους δασμούς. Έως το 1871 έβλεπε τη Γερμανία να επωφελείται από τους χαμηλούς γαλλικούς δασμούς και από την παραχώρηση της ρήτρας του μάλλον ευνοούμενου κράτους. Διαφορετική πολιτική (ακράτως φιλελεύθερη) κράτησε ως προς τις αποικίες της, υποχρεώνοντάς τες να εισάγουν αποκλειστικά τα γαλλικά βιομηχανικά προϊόντα.
Σε παρεμφερείς βάσεις στηρίχθηκαν τα δασμολόγια της Ιταλίας, της Ελβετίας και πολλών ακόμη ευρωπαϊκών κρατών.
Κατά τις παραμονές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου μόνο η Αγγλία και εν μέρει το Βέλγιο και η Ολλανδία είχαν παραμείνει πιστές στην ιδέα των ελεύθερων εξωτερικών συναλλαγών. Η Αγγλία ξεκίνησε μία περιορισμένη φιλοπροστατευτική πολιτική λίγο πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο επί J. Chamberlain.
Κατά την περίοδο 1880 – 1914 διατηρήθηκε η ελευθερία των διακρατικών ταξειδίων, η δυνατότητα απόκτησης περιουσιακών στοιχείων στην αλλοδαπή και η συναλλαγματική ελευθερία. Με τη δασμολογική προστασία των εγχώριων προϊόντων, σε πολλά κράτη προήχθη η βιομηχανία και η γεωργία. Δημιουργήθηκαν δομές οικονομικής αλληλεξάρτησης ανάμεσα στα κράτη.
Εξ’ αιτίας αυτής της αλληλεξάρτησης, κάποιοι σοσιαλιστές και σοσιαλίζοντες κυρίως, απεφάνθησαν ότι ένας πόλεμος ευρείας έντασης και έκτασης δεν θα συνέβαινε. Όμως ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος εξερράγη μετά από λίγο χρονικό διάστημα, αποδεικνύοντας ότι τα αίτια των μεγάλων συρράξεων συχνά υπερβαίνουν τα οικονομικά κίνητρα και τις στενές ωφελιμιστικές επιδιώξεις.
Στο επόμενο μέρος θα εξετάσουμε την περίοδο της ακραιφνούς φιλοπροστατευτικής πολιτικής (1918 – 1929) και την επίταση της προστασίας μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1932.