Η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που επικυρώθηκε το 1948 είναι μία ακόμη διανοητική αρπάγη της ιδεοληψίας του Διαφωτισμού (περί του οποίου έχουν προσφάτως πυκνώσει οι αναφορές στο Ελληνικό κοινοβούλιο)και ταυτόχρονα μία «φυσική» κατάληξη της έκτοτε μεθοδευμένης χειραγώγησης των συνειδήσεων στην φιλελεύθερη Δύση. Λέγεται δε ότι κάποιος που απορούσε και θαύμαζε πόσοι εκπρόσωποι διαφορετικών ιδεολογιών συμφωνούσαν με την έννοια των «δικαιωμάτων του ανθρώπου», έλαβε την απάντηση από κάποιον άλλο σύνεδρο ότι η συμφωνία προϋπέθετε να μην ρωτήσει κανείς «ανθρώπινα δικαιώματα για ποιο πράγμα»! Αλήθεια, αναφορικά σε τι έχουν δικαιώματα οι άνθρωποι; Για ποιόν άνθρωπο γίνεται λόγος; Σκοπός του παρόντος είναι να εξετάσουμε ψύχραιμα και μεθοδικά αυτή τη Διακήρυξη και ταυτόχρονα να απαντήσουμε σε κάθε παράγραφο αποκαθιστώντας την κρυμμένη αλήθεια πίσω από τις απατηλές, κενές νοήματος και εφαρμογής δοξασίες.
Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στηρίζεται σε τέσσερα άρθρα ή δοξασίες πίστεως, σαν να πρόκειται περί θρησκείας, γεγονός καθόλου περίεργο γι’ αυτούς που γνωρίζουν τους πραγματικούς εμπνευστές της.
1. Η δοξασία της ενότητος του ανθρώπινου είδους. Συνίσταται στην υποχρέωση του καθενός να θεωρεί ότι κάθε άνθρωπος είναι μέλος ενός μοναδικού και οικουμενικά κυρίαρχου ζωικού είδους και ότι αυτό το βιολογικό γεγονός συμπεριλαμβάνει και ηθικές ευθύνες.
Εδώ η ενότητα τίθεται (πονηρά και σκόπιμα) με τη μορφή της ισοδυναμίας, που σημαίνει ότι η ανθρωπότητα θα πρέπει να είναι αρκετά ομοιογενής ώστε ένα άτομο να μπορεί να θεωρείται ουσιαστικά ισοδύναμο με οποιοδήποτε άλλο. Αυτό συνεπάγεται ότι οι φυσικές διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους θα πρέπει υποχρεωτικά να θεωρούνται επιφανειακές και δευτερεύουσες (εάν με τεχνητές μεθοδεύσεις δεν εξαλειφθούν σταδιακά). Αυτό που πρώτιστα πρέπει να εξαλειφθεί είναι η φυσική αίσθηση της ιδιαίτερης καταγωγής. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η εβραϊκή σκέψη θέτει αυθόρμητα ένα και μοναδικό πρόγονο της ανθρωπότητας.
Με αυτό τον βίαιο και παράλογο τρόπο, στο επίπεδο των δικών της πνευματικών αξιών αποσκοπεί στην επιβολή της ιδέας της ισότητας των ανθρώπων μέσω της κοινής καταγωγής. Οι ραβίνοι διδάσκουν: «Ο Θεός δημιούργησε την ανθρωπότητα από ένα μοναδικό άνθρωπο για να μην μπορεί κανείς να πει ότι ο δικός του πρόγονος προϋπήρχε του άλλου!». Έτσι λοιπόν, η θρησκεία των δικαιωμάτων του ανθρώπου θεμελιωμένη στον μονοανθρωπισμό δένεται εξ’ αρχής με τον ισοπεδωτισμό.
Για το Ευρωπαϊκό πνεύμα η αφηρημένη έννοια άνθρωπος δεν υπάρχει. Υπάρχουν Έλληνες, Ρωμαίοι, βάρβαροι κλπ. Μόνο κατά τη Γαλλική επανάσταση και μέσω των δοξασιών του Διαφωτισμού εμφανίζεται αυτή η κοσμοθεώρηση. Ο Ζοζέφ ντε Μαίτρ δίνει την πλέον ξεκάθαρη απάντηση: «Έχω δει Γάλλους, Ιταλούς, Ρώσους. Αλλά τον «άνθρωπο» δεν τον συνάντησα ποτέ στη ζωή μου». Μπορεί κανείς βέβαια να μιλήσει για τον «άνθρωπο» υπό μεταφορική έννοια, αλλά μέχρι εκεί. Μπορούμε να μιλήσουμε για τα δικαιώματα των ανθρώπων, για τις ελευθερίες των Άγγλων ή των Πολωνών, αλλά για τα αφηρημένα δικαιώματα του «καθαυτού ανθρώπου» δεν ξέρει κανείς τίποτα, και δεν είναι δυνατόν να ξέρει, αφού ο «οικουμενικός» άνθρωπος δεν υπάρχει.
Μπορούμε να αναφερθούμε στο ανθρώπινο είδος ως ζωολογική ενότητα και με αυτή την έννοια η «ανθρωπότητα» να αποκτήσει κάποιο περιεχόμενο ως ζωικό είδος. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι μόνο ζώο και δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί μόνο μέσω των βιολογικών χαρακτηριστικών του (τα οποία επίσης παρουσιάζουν κολοσσιαίες διαφορές ανάμεσα στις ανθρώπινες φυλές). Ο άνθρωπος είναι ον μορφώσεως (πολιτισμού), και στο μορφωτικό επίπεδο δεν υπάρχει κοινό παράδειγμα στην «ανθρωπότητα». Εάν κάποιος αναφερθεί στην «μόρφωση της ανθρωπότητας» ουσιαστικά σμικραίνει την Ιστορία σε Βιολογία. Αδιάψευστο ιστορικό γεγονός είναι ότι πέραν της γενετικής κληρονομικότητας λειτουργεί και η πολιτιστική κληρονομικότητα. Υπό την επιρροή των πολιτιστικών και μορφωτικών τους χαρακτηριστικών, οι άνθρωποι στον πλανήτη συμπεριφέρονται ως μέλη πολλών και διαφορετικών ειδών. Συνεπώς η δοξασία της ενότητος του ανθρώπινου είδους κρίνεται τουλάχιστον ως αβάσιμη και ανιστόρητη.
2. Η δοξασία της υπάρξεως ενός «ανθρώπινου προσώπου». Σημαίνει τη διακήρυξη της υπάρξεως μίας αναλλοίωτης ουσίας του ατόμου, ανεξάρτητης από όλα ειδικά χαρακτηριστικά του (σωματομετρικά, ψυχοπνευματικά κλπ.). Η γενική ιδιότητα του ανθρώπου που συμπεριλαμβάνει όλες τις άλλες και συνιστά την ενότητά του, είναι η ιδιότητα του «προσώπου» του γράφει ο Ανρί Άρενς!
Και αυτή η ιδιότητα δεν είναι άλλη από τη λογική, που εξυψώνει τον άνθρωπο πάνω από τη στενή ατομικότητά του και ανοίγει την ευφυία του στον κόσμο των αρχών, των νόμων και των αιωνίων ιδεών του καλού και του κακού. Και η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του ανθρώπου ισχυρίζεται ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν το χάρισμα της λογικής. Οι παραπάνω όμως ισχυρισμοί, πέραν του ότι μπορεί να εντυπωσιάσουν κάποιους αδαείς, δεν έχουν καμία βάση.
Κατ’ αρχήν το «πρόσωπο» είναι αδιαίρετο από αυτά που το συναποτελούν, δηλαδή από τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του. Το «πρόσωπο» δεν πρέπει να συγχέεται με το «άτομο». Δηλαδή όλα τα άτομα δεν μπορούν να είναι ισοδύναμα προσωποποιημένα. Επίσης τίποτε δεν μας επιτρέπει να ισχυριστούμε ότι η λογική είναι ισοδύναμα διανεμημένη σε όλους τους ανθρώπους. Ο «κόσμος των αρχών» δεν μπορεί να υπάρχει παρά υποκειμενικά, ανάλογα με τις αντιλήψεις του κάθε ανθρώπου. Ο Ιούλιος Έβολα καταδεικνύει: «Το να είναι κάποιος ένα «πρόσωπο», δεν είναι μία ομοιόμορφη ιδιότητα, ούτε ομοιόμορφα διανεμημένη. Δεν είναι ισοδύναμο αξίωμα σε όλους, ούτε απορρέει αυτομάτως από το γεγονός ότι το άτομο ανήκει βιολογικά στο ανθρώπινο είδος». Το «αξίωμα του ανθρώπινου προσώπου» περιλαμβάνει πολλούς βαθμούς, και το δίκαιο απαιτεί την απόδοση διαφορετικού δικαιώματος ανάλογα με το βαθμό που ενυπάρχει στο άτομο. Έξω από αυτό το πλαίσιο, ο σεβασμός του ανθρώπινου προσώπου υπό μία γενική έννοια δεν είναι παρά δεισιδαιμονία.
3. Η δοξασία της υπάρξεως ενός «φυσικού δικαιώματος» που απορρέει από τον ισχυρισμό της υπάρξεως ενός αφηρημένου «ανθρώπινου προσώπου». Αυτό το δικαίωμα είναι ενσωματωμένο στη φύση του και εκδηλώνεται με τη λογική του. Αυτή η δοξασία προϋποθέτει ότι υπάρχει μία «φυσική κατάσταση» του ανθρώπου και ότι η κοινωνία οφείλει να την επαναφέρει (Ρουσσώ) ή να την δημιουργήσει (Λοκ).
Η συγκεκριμένη δοξασία ενοποιεί τον ιουδαϊσμό που πιστεύει σε μία «φυσική τάξη» και τον σύγχρονο ορθολογισμό ο οποίος επιχειρηματολογεί για δήθεν «αντικειμενικές» πραγματικότητες και δήθεν «οικουμενικούς» νόμους. Όλες αυτές οι έννοιες, πέραν από αμφιλεγόμενες, μετά από ενδελεχή έρευνα οδηγούν σε εξαιρετικά αντιφατικές παραστάσεις.
Η «φυσική κατάσταση» του ανθρώπου ανά τους αιώνες παρουσιάζει κολοσσιαίες διαφοροποιήσεις. Φυσική κατάσταση μπορεί να θεωρηθεί ο πόλεμος, η ειρήνη ή και τα δύο; Το δίκαιο, η αδικία ή και τα δύο; Αυτά δεν μπορούν να απαντηθούν από το αυθαίρετο και απλουστευτικό «φυσικό δικαίωμα». Ο άνθρωπος δεν έχει άλλη «φύση» από τις φυλετικές και εθνικές του καταβολές. Αυτές τον καθορίζουν συνεπικουρούμενες από την πνευματική του καλλιέργεια. Χωρίς αυτά ο άνθρωπος δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός, ούτε με δικαίωμα ούτε χωρίς δικαίωμα, δεν είναι απολύτως τίποτα. Το άτομο γίνεται «πρόσωπο» όταν συνειδητοποιήσει την καταγωγή του, και μορφοποιείται σε «πρόσωπο με δικαιώματα και υποχρεώσεις» μέσω των θεσμών και των δομών της κοινωνίας στην οποία ανήκει.
4. Η δοξασία του ατομικισμού που απορρέει από τον «μονοανθρωπισμό». Αυτή η δοξασία ουσιαστικά καταργεί τις συλλογικές συγγένειες που χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους. Στο όνομα ενός ανθρώπινου προσώπου οικουμενικού τύπου θεωρεί κανείς τον εαυτό του αποσυνδεδεμένο από κάθε υποχρέωση προς μία ορισμένη κοινότητα. Τότε το απόλυτο της «ανθρωπότητας» ενώνεται με το απόλυτο του «ατόμου», όπως η δοξασία του «φυσικού δικαιώματος» ενώνεται με τον πλέον αχαλίνωτο υποκειμενισμό του ατομικισμού. Αυτό που αρνείται αυτή η δοξασία είναι αυτή καθαυτή η φυσική τάξη πραγμάτων. Δηλαδή η από γέννησης ενσωμάτωση του ανθρώπου σε ένα λαό, σε ένα έθνος. Δηλαδή αυτήν ακριβώς τη διάσταση που μορφοποιεί φυσικά τον άνθρωπο σε ολοκληρωμένη προσωπικότητα.
Η θρησκεία των δικαιωμάτων του ανθρώπου διακηρύσσει τα δικαιώματα του «ατόμου» και της «ανθρωπότητας», δηλαδή τα δικαιώματα εννοιών που αποδείξαμε ότι ουσιαστικά δεν υπάρχουν. Δεν διακηρύσσει κανένα δικαίωμα για οντότητες υπαρκτές, δημιουργημένες από τη φύση και την ιστορία. Οι λαοί έχουν δικαιώματα, τα έθνη έχουν δικαιώματα, τα κράτη έχουν δικαιώματα. Αυτά τα δικαιώματα αποκρύπτονται σκοπίμως, για να αφαιρεθούν σταδιακά από αυτούς που την διακηρύσσουν. Αντίστροφα, το άτομο έχει και αυτό δικαιώματα στο μέτρο που ανήκει σε μία εθνική, πολιτιστική και ιστορική σφαίρα, δικαιώματα που είναι αδιαίρετα από τις αξίες και τα ειδικά χαρακτηριστικά της δεδομένης αυτής σφαίρας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σε μία οργανική κοινωνία δεν υπάρχει πλέον αντίθεση μεταξύ των ατομικών και των συλλογικών δικαιωμάτων, όπως δεν υπάρχει αντίθεση μεταξύ του ίδιου του ατόμου και του έθνους στο οποίο ανήκει.
Μία τέτοια αντίθεση όμως, γίνεται μόνιμη και «κανόνας» με την οπτική της θρησκείας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η οποία θεμελιώνεται στην ιδέα του αφηρημένου «προσώπου» και στον ισοπεδωτισμό.
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι εκούσιοι ή ακούσιοι θιασώτες της θρησκείας των δικαιωμάτων του ανθρώπου είναι οι φιλελεύθεροι, οι σοσιαλιστές και οι μαρξιστές. Οι άνθρωποι που συνειδητά υπερασπίζονται τις δοξασίες της θρησκείας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, είναι αναπόδραστα άνθρωποι χωρίς πατρίδα, χωρίς ρίζες, χωρίς κοινωνία, χωρίς άγκυρες. Είναι άνθρωποι που επιδιώκουν να καταστρέψουν τις έννοιες αυτές. Και είναι άνθρωποι που επιθυμούν να είναι και οι άλλοι σαν αυτούς. Θα ήθελαν πολύ να τους δουν να εγκαταλείπουν τις δικές τους κληρονομίες και να γίνουν υπνοβάτες ή εξαπατητές όπως αυτοί. Σκοπός τους είναι να φέρουν τον άνθρωπο αντιμέτωπο με την κοινωνική του συγκρότηση, να φέρουν σε πόλεμο τα απατηλά «φυσικά και απαράγραπτα» ανθρώπινα δικαιώματα με τα δικαιώματα των λαών και των εθνών. Τελικά θέλουν να μετατρέψουν τους ανθρώπους σε «οικουμενικές μονάδες», δηλαδή εύκολη λεία για το σκοπό της παγκόσμιας κυριαρχίας που οι πάτρωνές τους επιδιώκουν και έντεχνα αποκρύπτουν.
Η χειραγώγηση των συνειδήσεων μέσω της θρησκείας των δικαιωμάτων του ανθρώπου έχει επικρατήσει πλήρως στις «δυτικές» κοινωνίες και αντιδρά πάντα με μισαλλόδοξο και ιεροεξεταστικό τρόπο σε οποιαδήποτε τοποθέτηση δεν ταυτίζεται με την ιδέα του «οικουμενικού ανθρώπου». Οι θέσεις υπέρ της εθνικής – κοινωνικής αλληλεγγύης διώκονται χωρίς επιχειρηματολογία και καταδικάζονται αυτές και οι εκφραστές τους με κοινωνική απομόνωση έως ποινική τιμωρία. Εμείς, θεωρούμε μόνιμο καθήκον μας να προτρέπουμε τους ανθρώπους να γυρίσουν την πλάτη στην καταπιεστική προπαγάνδα της παρακμής και να αναζητήσουν το δύσκολο αλλά λυτρωτικό δρόμο της αλήθειας.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΥΔΟΥΝΑΣ