Η τραγική οικονομική κατάσταση της χώρας εξ’ αιτίας των εκ συστήματος ολέθριων επιλογών εκ μέρους των ελληνόφωνων κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης καθ’ υπόδειξη αλλοδαπών κέντρων λήψεως αποφάσεων, απαιτεί πλέον άμεσες, δραστικές και εφαρμόσιμες πολιτικές. Η δόμηση αυτών των πολιτικών επιλογών «οριστικής λύσης» δεν περιορίζεται στις στενές οικονομικές πρακτικές αλλά περιλαμβάνει αναπόδραστα τους τομείς της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, του επιπέδου εκπαίδευσης, των φυσικών πόρων και της ηθικής. Προς τούτο θεωρούμε ότι είναι απαραίτητη η ποιοτική επίγνωση της οικονομικής ιστορίας των νεωτέρων χρόνων, ως βοήθημα στην κατανόηση των πραγματικών προθέσεων στις οικονομικές πολιτικές και πρακτικές.
Ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από δύο βασικές ορμές: Την ορμή της συντηρήσεως, που κατατείνει στην εξασφάλιση της υλικής του υπόστασης, και την ορμή της διακρίσεως που ωθεί κάθε άτομο διά των μέσων που διαθέτει, να καταλάβει την κατά το μέγιστο δυνατόν ισχυρότερη θέση ανάμεσα στους ομοίους του. Η πρώτη μεν ορμή μεταφράζεται σε αγώνα περί υπάρξεως, η δε δεύτερη σε αγώνα περί αναδείξεως. Η κοινωνικοποίηση του ανθρώπου αναβίβασε τις δύο ατομιστικές ορμές σε ομαδικό, και εν συνεχεία σε εθνικό επίπεδο. Από το πρωτόγονο έως το σύγχρονο κράτος η συνειδητοποίηση κοινών συμφερόντων και επιδιώξεων διέπεται από τις ορμές της συντηρήσεως και της διακρίσεως. Ένα ισχυρό έθνος επιθυμεί αφ’ ενός την διαιώνισή του και αφ’ ετέρου την επιβολή του σε κάποιο ασθενέστερο.
Κατά τους νεώτερους χρόνους αυτή η συμπεριφορά εκφράστηκε στην παγκόσμια αρένα μέσω του ανταγωνισμού των συγχρόνων κρατών. Πέραν των πολεμικών συρράξεων και των ληστρικών καταλήψεων, βασικό εργαλείο του αδιάκοπου ανταγωνισμού αποτελεί η οικονομική πολιτική. Ποια όμως ήταν τα κράτη που σχεδίαζαν την οικονομική τους πολιτική με βάση τα συμφέροντά τους; Ήσαν οι λεγόμενες πιστώτριες χώρες, οι οποίες εκμεταλλεύονταν συστηματικά τις οφειλέτιδες. Αυτό το διεθνές σκηνικό ήταν ήδη διαμορφωμένο από το 18ο αιώνα. Οι πιστώτριες χώρες ήσαν οι ανεπτυγμένες βιομηχανικά, εμπορικά και χρηματιστικά, όπως η Αγγλία και η Γαλλία.
Βασικός πυλώνας της οικονομικής τους πολιτικής ήταν η τοποθέτηση κεφαλαίων με τη μορφή δανείων, επιχειρήσεων και υπηρεσιών στο εξωτερικό Οι οφειλέτιδες ήσαν οι ανανάπτυκτες τότε χώρες που δέχονταν τα κεφάλαια και προμήθευαν τις πρώτες με αγροτικά προϊόντα και πρώτες ύλες. Προ του 1ου Παγκοσμίου πολέμου, οι οφειλέτιδες χώρες διακρίνονταν στις κάτωθι κατηγορίες :
1. Οι αποικίες, οι οποίες δεν διέθεταν ιδίαν βούληση και ανεξαρτησία. Αποτελούσαν αγορές μονοπωλιακού τύπου για τις μητροπόλεις. Τα μητροπολιτικά κεφάλαια αποκλείοντας τον ανταγωνισμό αποκόμιζαν εξωφρενικά ωφελήματα χωρίς αντίδραση εις βάρος των ιθαγενών.
2. Τα προτεκτοράτα, όπου επίσης εγένετο μονοπωλιακή εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών εκ μέρους της «προστάτιδος» χώρας.
3. Οι σφαίρες επιρροής. Κατόπιν συμβάσεως μεταξύ των μεγάλων πιστωτριών χωρών, σε μία από αυτές αναγνωριζόταν το δικαίωμα της συστηματικής οικονομικής εκμετάλλευσης χωρίς παρέμβαση κάποιου ανταγωνιστή
4. Οι «ανοικτές θύρες». Πολιτικώς ανίσχυρες χώρες, που τις εκμεταλλεύονται ισότιμα περισσότερες της μίας πιστώτριας χώρας, κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας.
Παρατηρούμε συνεπώς ότι οι «οικονομικές κοινότητες» εξ’ αρχής δεν απέβλεπαν στην αμοιβαία συνεργασία και ανάπτυξη αλλά αντίθετα στην εξουθενωτική εκμετάλλευση της ασθενέστερης από την ισχυρότερη. Σημειωτέον ότι οι πιστώτριες χώρες επεδίωκαν τη στασιμότητα και την υπανάπτυξη των οφειλέτιδων, ώστε να διαιωνίζεται η εκμετάλλευση. Ο επιφανής καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας Δημοσθένης Στεφανίδης αποφαίνεται ότι η φιλελεύθερη ιδέα υπέρ του ελεύθερου διακρατικού εμπορίου και διακίνησης κεφαλαίων είναι εκτός πραγματικότητος. Οποιαδήποτε συνομολογούμενη διακρατική σύμβαση πρέπει να είναι ορισμένου χρόνου και να προϋποθέτει του ίδιου βεληνεκούς οικονομική ισχύ ανάμεσα στα συμβαλλόμενα κράτη. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση το ασθενέστερο οικονομικά κράτος είναι καταδικασμένο σε οικονομικό μαρασμό και πτώχευση. Βασικό αίτιο αυτού του οικονομικού κανόνα είναι το γεγονός ότι τα βιομηχανικά προϊόντα πλεονεκτούσαν σε σχέση με τα αγροτικά. Οι λόγοι είναι οι εξής:
1. Η εντατική χρήση μηχανών από τη βιομηχανία αυξάνει την παραγωγή.
2. Η βιομηχανική παραγωγή ρυθμίζεται ανάλογα με τη ζήτηση ενώ η αγροτική όχι.
3. Η αγροτική παραγωγή εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες (θεομηνίες) ενώ η βιομηχανική όχι.
4. Η βιομηχανία χαρακτηρίζεται από ευκινησία (δυνατότητα μεταφοράς μίας βιομηχανικής παραγωγικής μονάδας σε πιο συμφέρουσα περιοχή) ενώ η γεωργία από στατικότητα.
5. Η βιομηχανία διαθέτει εκπαιδευμένους διευθυντές και μηχανικούς, ενώ η γεωργία στηρίζεται κατά κανόνα (μέχρι πριν μερικές δεκαετίες) σε παραδοσιακές γνώσεις.
Στο δεύτερο μέρος του παρόντος θα αναφερθούμε στους τρόπους τοποθέτησης κεφαλαίων από μία πιστώτρια χώρα σε μία οφειλέτιδα.